Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Επιφυλάξεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής για το πλεόνασμα

Αναφορικά με την έξοδο στις αγορές για δανεισμό, η έκθεση σημειώνει ότι δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα

vouliSSSS

Αμφιβολία για τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων εκφράζει το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής, προχωρώντας σε συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του ΔΝΤ.

Όπως αναφέρει στην έκθεση του υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) οι οποίες κατάφεραν να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015).

Η έκθεση θεωρεί ότι η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά εκτιμά ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας. Επίσης σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους.

Άμεση θα πρέπει να είναι και η σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος καθώς η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής.

Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η αναφορά του γραφείου πως ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η έκθεση κάνει λόγο για υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών σε συνδυασμό με τις οριζόντιες περικοπές δαπανών, οι οποίες δυσχεραίνουν τελικά τη σταθεροποίηση της οικονομίας.Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα τροφοδοτούν την αστάθεια, γεγονός που δεν θα συνέβαινε με μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα άντεχε στον χρόνο.

Παράλληλα, η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου αναφορικά με το ασφαλιστικό σύστημα, τονίζοντας ότι προϋποθέσεις για την επίτευξη της ισορροπίας του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων είναι η αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων από εισφορές καθώς και η αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους.

Στον τομέα αυτόν (ιδιωτικοποιήσεις- αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου) τίθεται πάλι το ζήτημα αν θα έχουν θετικές επιπτώσεις οι ιδιωτικοποιήσεις μονοπωλίων, δηλαδή η μετατροπή δημοσίων σε ιδιωτικά μονοπώλια (και μάλιστα ενδεχομένως στα χέρια κερδοσκοπικών κεφαλαίων) όπως π.χ. συμβαίνει με τις εταιρείες ύδατος. Η ευρωπαϊκή εμπειρία προειδοποιεί ότι τέτοιες μεταλλάξεις έχουν μάλλον αρνητικές συνέπειες, πράγμα που εξηγεί γιατί στη Γερμανία οι Δήμοι ανακτούν τον έλεγχο των εταιρειών ύδρευσης.

Αναφορικά με την έξοδο στις αγορές για δανεισμό, η έκθεση σημειώνει ότι δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα. Η ανεργία, παρά την πρόσφατη οριακή συγκράτησή της, έχει εκτοξευθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από όσο σε άλλες χώρες που εφάρμοσαν παρόμοιες πολιτικές. Οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια έχουν διογκωθεί.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τώρα αν η Ελλάδα επέστρεψε σε μόνιμη βάση στις αγορές για να αντλήσει δάνεια με ανεκτό επιτόκιο. Έχει σημασία να λαβαίνουμε υπόψη τις προοπτικές και όχι μόνο τη στατική εικόνα. Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα έξοδο στις αρχές του χειμώνα. Η απάντηση στο ερώτημα αν θα μείνει στις αγορές εξαρτάται προφανώς από δύο σημαντικούς παράγοντες – τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κάθε ένας από αυτούς υποκρύπτει σειρά ολόκληρη εκκρεμοτήτων.

Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.

By