Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Η Αθήνα…. πεδίο πολιτικής διεκδίκησης

Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση της νικητήριας πρότασης για τον διαγωνισμό Rethink Athens, παραθέτουμε ένα κομμάτι από τον «αντίλογο» που δεν φάνηκε σχεδόν πουθενά

Του Χρήστου Σύλλα

rethink 5Πρόσφατα, η σύσσωμη παρουσία της τρικομματικής κυβέρνησης «ευλόγησε» τη νικητήρια πρόταση για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό Rethink Athens -για την πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστημίου και την ανασυγκρότηση του κέντρου της Αθήνας-. Ακόμη και η αντιφατική στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στο ζήτημα, ενίσχυσε την επιχειρηματολογία περί «αναγκαίου έργου» που «κάποτε έπρεπε να γίνει, ιδιαίτερα τώρα μέσα στην οικονομική κρίση».

«Χρωστάμε στους κάτοικους της Αθήνας ένα ελκυστικό κέντρο», δήλωνε ο Δημήτρης Παπαδημούλης την ίδια ώρα που το Τμήμα Χωρικού Σχεδιασμού και Υποδομών ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έβγαζε ανακοίνωση με ενστάσεις για τη διαδικασία του διαγωνισμού.

Οι ενστάσεις αφορούσαν την παραβίαση διεθνών συμβάσεων που προβλέπονται από τη Διεθνή Ένωση Αρχιτεκτόνων, κάνοντας λόγο για «ιδιωτικό» αρχιτεκτονικό διαγωνισμό εκτός δημοσίου ελέγχου για «ένα σημαντικό δημόσιο έργο». Το ίδρυμα Ωνάση ανέλαβε να χρηματοδοτήσει και να οργανώσει τον διαγωνισμό και τις μελέτες που χρειάζονται μέχρι την τελική δημοπράτηση του έργου – μελέτες που είχαν ξεκινήσει από το 2010, από τις Σχολές Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου σε συνεργασία με το ΥΠΕΚΑ· υπεύθυνος αυτών των ερευνητικών προγραμμάτων και μετέπειτα επιστημονικός σύμβουλος του Ιδρύματος Ωνάση για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό είναι ο καθηγητής του ΕΜΠ Παναγιώτης Τουρνικιώτης.

Εκτός από αυτές τις ενστάσεις νομοτυπίας, οι ουσιώδεις αντιδράσεις ή ο αντίλογος στα επιμέρους σημεία ενός έργου που φιλοδοξεί να γίνει κομβικό σημείο στον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό σχεδιασμό του κέντρου, είναι λίγες· τουλάχιστον με όρους μαζικότητας. Με όρους ποιότητας προβληματισμού και κριτικής ανάλυσης, ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά – αξίζει κανείς να ρίξει μια ματιά.

«Ενεργοποιήθηκε μια παλιά ιδέα που ήταν στο ρυθμιστικό σχέδιο της Αθήνας, με στόχο το κέντρο να γίνει ‘κάτι’ που φαίνεται ότι μπορεί να κατοικηθεί από εύπορα στρώματα», λέει η δημοτική σύμβουλος Αθήνας Ελένη Πορτάλιου η οποία έχει επιχειρηματολογήσει για τον προϋπολογισμό του έργου: με λιγότερα χρήματα σ’ αυτήν τη συγκυρία θα μπορούσαν να γίνουν πιο μικρά και πιο αναγκαία έργα. Επιπλέον, εξηγεί το σκεπτικό της: «Νομίζω ότι αυτός ο διαγωνισμός αποτελεί μια ακόμη χειρονομία της κυβέρνησης ότι μπορεί, ακόμη και μέσα στην κρίση, να παράγει έργο: η γκλαμουριά αυτού του διαγωνισμού έρχεται ως συνέχεια μιας περιόδου τρομερής καταστολής, με τις αστυνομικές επιχειρήσεις κατά των μεταναστών και τελευταία με την επίδειξη δύναμης κατά των τοξικομανών, με τη συνδρομή πλέον και του ΚΕΕΛΠΝΟ».

Η δράση των αστυνομικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων σε συνδυασμό με τα κυκλώματα της κτηματαγοράς και τις ποικίλες επενδυτικές επιδιώξεις από τα τουριστικά και ξενοδοχειακά «λόμπι» ως τις κάθε λογής «μικρές» μαφίες, αποτελούν, όπως έχει δειχθεί, κομμάτια σε διαδικασίες εξευγενισμού (gentrification). Η τεχνητή υποβάθμιση περιοχών (που ρίχνει τις αξίες γης και τις τιμές ακινήτων) και οι επακόλουθες επενδύσεις/εκμεταλλεύσεις είναι ένα σχήμα που προσφέρει κάποιες εξηγήσεις στο «γιατί τώρα», «από ποιους» και «με ποιο σκοπό». Ποιος ωφελείται από αυτόν και κάθε αστικό μετασχηματισμό;

«Η κρίση μας έφερε προ ενός τετελεσμένου. Δε θα μπορούσαμε να πιστεύουμε ότι η πτώση της εμπορικής κίνησης στο κέντρο ή η υποβάθμισή του έχει να κάνει με τους μετανάστες, ούτε με τις επαναλαμβανόμενες πορείες. Και γι’ αυτό κανένας αστικός σχεδιασμός δε θα είχε στόχο να τονώσει την εμπορική κίνηση. Όπως η κεντρική διοίκηση αδιαφορεί για τη ζωές των πολιτών, εξουθενώνοντας τους οικονομικά και κοινωνικά, έτσι και στον αστικό σχεδιασμό δεν υπάρχει μέριμνα για τον χρήστη του δημόσιου χώρου», σχολιάζει η Πετρούλα Σεπετά, αρχιτέκτονας.

«Οφέλη από τον αστικό σχεδιασμό θα έχουν μόνο οι επενδυτές, αυτοί που έχουν ήδη επενδύσει ή που θα επενδύσουν. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν ο δημόσιος χώρος θα αρχίσει να μοιράζεται. Κι όπου δε μοιραστεί, θα περιοριστεί η χρήση του – και ως πεδίο διεκδίκησης -. Μένει στον πολίτη μόνο ο χώρος που θα οικειοποιηθεί. Ο δημόσιος χώρος, ιδίως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έγινε το πεδίο πολιτικής διεκδίκησης: διεκδικείται και χρησιμοποιείται για διεκδίκηση (όπως το πάρκο Ναυαρίνου, το Σύνταγμα το καλοκαίρι του 2011 κλπ.)», καταλήγει.

Η Δήμητρα Σιάτιστα, από την ομάδα Encounter Athens θέτοντας μια σειρά ερωτήματα γύρω από το έργο της πεζοδρόμησης γράφει:

«Σε περίοδο κρίσης, οι επιπτώσεις της οποίας είναι απρόβλεπτες για τις ζωές όλων των κατοίκων, η πόλη παραδίδεται σε μηχανισμούς real estate και κερδοσκοπίας που δεν ενδιαφέρονται για οτιδήποτε άλλο πέρα από το ιδιωτικό κέρδος. Στην συγκυρία δυστυχώς, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πεζοδρόμηση ενός κεντρικού δρόμου της Αθήνας, ως πρόσκληση επενδύσεων και ανάπτυξης στην προοπτική αύξησης των αξιών στο κέντρο ως διεξόδου στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα, εκτός από επισφαλής, είναι μια πράξη διχαστική, μια πράξη πολέμου απέναντι σε αυτούς -και είναι πάρα πολλοί- που αποκλείονται από αυτές τις διαδικασίες. Η κοινωνική παράμετρος μοιάζει και πάλι να εξαφανίζεται υπό το βάρος των τεχνοκρατικών προσεγγίσεων, ως μια παράμετρος που είναι αρμοδιότητα “άλλων”».

Παράλληλα, στην πιο συγκροτημένη, κατά τη γνώμη μας, κριτική για τον διαγωνισμό Rethink Athens, «o αρχιτεκτονικός διαγωνισμός re-think Athens και η ιδεολογική/συμβολική σημασία του αθηναϊκού κέντρου» (μπροσούρα του «αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού αρχιτεκτονικής»), γράφεται χαρακτηριστικά:

«Μπορεί η δημόσια ρητορική της περιόδου της ευημερίας να εξόρισε την εργασία στο περιθώριο, μπορεί να την έκανε ‘δουλειά’. Όμως η κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα της κρίσης ξαναέφερε τη λέξη ανεργία στο προσκήνιο. Και καθώς η κατανάλωση φθίνει όλο και περισσότερο λόγω κρίσης, οι υποσχέσεις για περισσότερη ‘απόλαυση της πόλης’ μοιάζουν, μάλλον, ψυχοφάρμακα πολυτελείας…».

Η «αγορά» και οι άνθρωποι (της)

Πολλοί, μεταξύ των οποίων και αρχιτέκτονες, υποστηρίζουν, ότι το «κύρος» του ιδρύματος Ωνάση, σε αντιδιαστολή με το «άχρηστο» κράτος, μπορεί και πρέπει να φέρει σε πέρας ένα έργο «μείζονος κλίμακας», όπως η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου. Και για ένα περίεργο λόγο, δίπλα σ’ αυτήν την τοποθέτηση υπάρχει πάντα και η επιθυμία για ένα «πιο ανθρώπινο κέντρο». Το «κύρος» με την κρατική αστυνόμευση δείχνουν να πηγαίνουν χέρι-χέρι.

Στη στάση του μετρό στο Σύνταγμα, στο stand που έχει στήσει το Rethink Athens, μπορεί κανείς να «κρυφακούσει» τι λένε οι «περαστικοί» – κάτοικοι της πόλης. Ένας στους πέντε θα πει «α, δεν έχω πρόβλημα με το κυκλοφοριακό που θα δημιουργηθεί, αυτό που πρέπει να γίνει όμως -αν είναι να γίνει κάτι- είναι να διώξουν τους μετανάστες, τους τοξικομανείς και τους αστέγους». Οι υπόλοιποι κινούνται σε «αόριστα» ευχολόγια όπως «ας γίνει κάτι επιτέλους για το κέντρο».

Άνθρωποι της αγοράς δεν αρνούνται ότι οι βίαιες μετακινήσεις εξαρτημένων και αστέγων από την αστυνομία συμβάλουν στο να πέφτει η αγοραστική αξία των ακινήτων ενώ την ίδια στιγμή εξυπηρετούνται και χωρικά κάθε λογής εγκληματικά συμφέροντα. Το κέντρο, σύνθετο και υπό διαρκείς κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, εμφανίζει έναν κυρίαρχο, «διπλό» χαρακτήρα: από τη μια εμφανίζεται ως χώρος κατανάλωσης την ίδια στιγμή που αποτελεί κόμβο συσσώρευσης εγκληματικού κεφαλαίου. Ο «διπλός» αυτός χαρακτήρας αποτυπώνεται και στις αξίες ακινήτων. «Μέσα σ’ ένα ή δύο τετράγωνα μπορείς να βρεις κάποια πολύ ακριβά ακίνητα (ανακαινισμένα κλπ) και λίγο πιο πέρα ένα πολύ πιο φτηνό – το οποίο αλλάζει χέρια συνέχεια από κάθε είδους ‘μαφίες’», σχολιάζει ο Α., κάτοικος στο Μοναστηράκι.

«Τα μεγάλα ακίνητα ανήκουν σε τράπεζες, σε ιδρύματα και στην εκκλησία. Υπάρχουν βέβαια και πολλοί εφοπλιστές οι οποίοι δεν θέλουν να ‘φαίνονται’, έχουν ήδη αγοράσει διάφορα ακίνητα στο κέντρο και περιμένουν να σταθεροποιηθούν οι συνθήκες», εκτιμά ο Γιάννης Καρούμπας, στέλεχος στο Τμήμα Διεύθυνσης Καθυστερήσεων της Alpha Leasing. «Πολλά ακίνητα ανήκουν σε πολιτικούς, σε παλιές οικογένειες βιομηχάνων· αυτά σπάνια αλλάζουν χέρια».

Αναφορικά τώρα με το επιχείρημα της εμπορικής και οικονομικής ενίσχυσης του κέντρου από την πεζοδρόμηση, στελέχη μεσιτικών γραφείων σχολίασαν ότι αν η συγκεκριμένη παρέμβαση προχωρήσει, θα προσδώσει υπεραξία στα ακίνητα που υπάρχουν στο μέτωπο της Πανεπιστημίου, στα γραφεία εταιρειών που βρίσκονται κατά μήκος της κλπ.

Την ίδια στιγμή, αρκετοί συγκλίνουν στο ότι τα «λουκέτα» των μικρομεσαίων εμπορικών καταστημάτων καθώς και των ακινήτων που τα στεγάζουν θα «βγουν» από την αγορά: «το πιο πιθανό είναι να μην βρεθεί ενοικιαστής, όλα αυτά τα μαγαζιά θα μείνουν ενδεχομένως ως αποθήκες. Δεδομένου μάλιστα ότι το μοντέλο έχει αλλάξει, με τις αντοχές των εμπορικών κέντρων να είναι μεγαλύτερες, η δραστηριότητα θα συγκεντρωθεί σε λίγα χέρια και σε μεγάλους, κεντρικούς δρόμους».

Σε συνδυασμό με τις επαγγελίες του νέου ρυθμιστικού όμως -προβλέπεται η ανάδειξη του θαλάσσιου μετώπου (ανάπλαση του φαληρικού όρμου, έργο το οποίο προετοιμάζει με χρηματοδότηση το ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος)- η «αναβάθμιση» για τον κέντρο καθίσταται μάλλον δυσλειτουργική. Αν οι καταναλωτές παραμείνουν στα προάστια και προτιμήσουν τα «τοπικά» εμπορικά, η «νέα» Πανεπιστημίου θα αναγκαστεί  να τραβήξει κόσμο από εμπορικούς δρόμους όπως η Αιόλου και η Ερμού. «Κάτι σαν μια μορφή ανακύκλωσης δηλαδή, η μια περιοχή καταναλώνει την άλλη διαδικασία όχι και τόσο καινούρια. Το κόλπο είναι δοκιμασμένο είναι δοκιμασμένο στον τομέα της διασκέδασης, όπου μετά την αναβάθμιση του Ψυρρή, ακολούθησε το Γκάζι αδειάζοντας το προηγούμενο», αναφέρει στην μπροσούρα του το «αυτοδιαχειριζόμενο στέκι αρχιτεκτονικής».

 

 

By