Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Πώς στήθηκε η απάτη με τις εγγυητικές επιστολές- «μαϊμού» στο υπουργείο Ανάπτυξης

Οι πλαστές εγγυητικές επιστολές  αφορούσαν συνολικές επενδύσεις περίπου 70 εκατ. ευρώ και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι ύψους 18 εκατ. ευρώ

mitarakisA

Oι υπηρεσίες του υπουργείου διαπίστωσαν ότι στο πλαίσιο της υποβολής προτάσεων ένταξης επιχειρηματικών σχεδίων στον αναπτυξιακό νόμο εκδίδονταν πλαστές εγγυητικές επιστολές, καταρχήν για λογαριασμό γραφείων του εξωτερικού και εν συνεχεία για λογαριασμό μεγάλων τραπεζών κυρίως από την Αγγλία, στο υπουργείο Ανάπτυξης.

Οι εγγυητικές επιστολές – «μαϊμού» αφορούσαν συνολικές επενδύσεις περίπου 70 εκατ. ευρώ και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι είναι ύψους 18 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η ακριβής εικόνα είναι συγκεχυμένη καθώς ένα από τα γραφεία που φέρονται ότι εμπλέκονται στην υπόθεση έχει εκδώσει εγγυητικές ύψους 30 εκατ. ευρώ.

Όπως δήλωσε πριν λίγο ο κ. Μηταράκης, οι υπηρεσίες του υπουργείου συνέβαλαν στην εξάρθρωση του κυκλώματος και δεν έχει συμμετοχή σε αυτό υπάλληλος του υπουργείου, ενώ η πρώτη καταγγελία, από τον υφυπουργό, είχε γίνει στον οικονομικό εισαγγελέα τον Δεκέμβριο και προστίθενται στοιχεία σε αυτήν μέχρι και πρόσφατα.

Όπως είπε ο υφυπουργός, θα πραγματοποιηθεί έλεγχος όλων των εγγυητικών επιστολών από το υπουργείο Ανάπτυξης με αφορμή τον εντοπισμό του κυκλώματος ενώ μέχρι τώρα διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει περίπτωση που να έχει εισπράξει λεφτά επενδυτής που να εμπλέκεται στην υπόθεση για έργα από τον αναπτυξιακό νόμο.

xrimatismos_xrimata_money

Πως στήθηκε η απάτη 

Με την υποβολή της δικογραφίας στον Οικονομικό Εισαγγελέα, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος βάρος 17 προσώπων, τα οποία δραστηριοποιούνται στις επίμαχες εταιρείες, ως μέλη διοικητικών συμβουλίων, νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές αυτών και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης για τέσσερις από τους εμπλεκόμενους.

Συνελήφθησαν τρεις από αυτούς, ηλικίας 30, 53 και 59 ετών, οι οποίοι με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρος τους, οδηγήθηκαν στον Ανακριτή.

Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου της Ελληνικής Αστυνομίας, για την εξιχνίαση της υπόθεσης αυτής, προηγήθηκε εξειδικευμένη αστυνομική έρευνα, που διήρκεσε πάνω από έξι μήνες.

Το αποτέλεσμα της έρευνας ήταν η ταυτοποίηση της παράνομης δραστηριότητας δυο εγκληματικών οργανώσεων, που λειτουργούσαν είτε αυτοτελώς είτε συνεργαζόμενες μεταξύ τους και απαρτίζονταν από στελέχη έξι ιδιωτικών εταιρειών – νομικών προσώπων.

Τα μέλη των εγκληματικών αυτών οργανώσεων, που ενέχονται σε πλήθος εξαπατήσεων και πλαστογραφιών σε βάρος του Δημοσίου, βαρύνονται με τα αδικήματα της σύστασης και συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση, της πλαστογραφίας, της απάτης και της παράβασης της νομοθεσίας περί καταχραστών του Δημοσίου.
Τα αδικήματα και ο βαθμός συμμετοχής των εμπλεκομένων εξατομικεύονται λεπτομερώς στην πολυσέλιδη, κακουργηματικού χαρακτήρα, δικογραφία που σχημάτισε η Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας σε βάρος των 17 προαναφερόμενων ατόμων.

Όπως επισημάνθηκε από τον εκπρόσωπο Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. για την υποβοήθηση του ερευνητικού έργου συλλέχθηκε και μελετήθηκε υλικό άνω των 40.000 σελίδων, το οποίο και αξιοποιήθηκε κατάλληλα για την ταυτοποίηση της εγκληματικής δράσης των εμπλεκομένων ατόμων.

Όπως προέκυψε από την εξέλιξη της έρευνας σε συνεργασία με το υπουργείο Ανάπτυξης, οι τρεις από τις έξι εταιρείες, που εμπλέκονται στην υπόθεση, με το πρόσχημα παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης, τα τελευταία τρία έτη περίπου (από το 2011) λειτουργούσαν στην κυριολεξία ως «βιομηχανία» κατάρτισης και διοχέτευσης στην αγορά πλαστών ή/και μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, που φέρεται να έχουν εκδοθεί από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής.

Πρόκειται δηλαδή για εγγυητικές επιστολές που είχαν εκδοθεί από αλλοδαπά τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στον κατάλογο αυτό περιλαμβάνονται, κατά χώρα προέλευσης, τα πιστωτικά ιδρύματα, εκείνα που έχουν γνωστοποιήσει ενδιαφέρον για παροχή υπηρεσιών με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα και τα οποία νομιμοποιούνται με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο να παρέχουν υπηρεσίες πίστωσης (μεταξύ άλλων και έκδοσης εγγυητικών επιστολών).

Σύμφωνα με την ενημέρωση της ΕΛ.ΑΣ., οι εμπλεκόμενες εταιρείες προμήθευαν έτσι με τις εγγυητικές αυτές επιστολές διάφορες άλλες εταιρείες ή/και μεμονωμένους επενδυτές, λαμβάνοντας ως αμοιβή μεγάλα χρηματικά ποσά.

Στη συνέχεια, οι εταιρείες – επενδυτές κατέθεταν τις εγγυητικές αυτές επιστολές, είτε στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, για ποσά άνω των 2.000.000 ευρώ, είτε σε άλλους Φορείς του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, όπως Περιφερειακές Ενότητες της επαρχίας, Πανεπιστήμια, Νοσοκομεία κ.λπ., πετυχαίνοντας την εκταμίευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την υλοποίηση σχετικών αναπτυξιακών προγραμμάτων.Αποτέλεσμα της δράσης αυτών των εταιρειών ήταν να ζημιώνεται το Ελληνικό Δημόσιο με ποσά πολλών εκατομμυρίων ευρώ.

Ενδεικτικά, όπως ανέφερε ο Ταξίαρχος Απόστολος Αλαμάνας, από την εξέλιξη της έρευνας προέκυψε ότι μια από τις τρεις εταιρείες, έλαβε αμοιβές για την κατάρτιση και προμήθεια των επίμαχων εγγυητικών επιστολών, που ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των 1.528.102,74 ευρώ, ενώ η συνολική αξία των εγγυητικών επιστολών που εξέδωσε αθροιστικώς υπερβαίνει το ποσό των 30.000.000 ευρώ.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα της οικονομικής ζημιάς που υπέστη το Ελληνικό Δημόσιο αποτελεί περίπτωση στην επαρχία όπου η ίδια εταιρεία, χορήγησε σε άλλη εταιρεία άκυρη εγγυητική επιστολή ύψους 185.000 ευρώ από πολύ γνωστό Βρετανικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, την οποία ακολούθως κατέθεσε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, πετυχαίνοντας την εκταμίευση του ποσού των 185.000 ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, από τη συγκεκριμένη μέθοδο εγκληματικής δράσης, ανεξάρτητα εάν αυτή παρέμεινε σε στάδιο απόπειρας ή εκδηλώθηκε ως τετελεσμένο έγκλημα, είτε μέσω υποβολής μη εγκεκριμένων εγγυητικών επιστολών, είτε μέσω υποβολής εξ’ υπαρχής πλαστών ή νοθευμένων εγγυητικών επιστολών, απειλήθηκε και σε κάποιες περιπτώσεις επήλθε σοβαρότατη περιουσιακή μετατόπιση κεφαλαίων του Ελληνικού Δημοσίου, τόνισε ο Ταξίαρχος της ΕΛ.ΑΣ.

Όσον αφορά στην εγκληματική δράση των υπολοίπων τριών εταιρειών διαπιστώθηκε ότι κατήρτισαν και κατέθεσαν απευθείας στο υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας πλαστές εγγυητικές επιστολές, με σκοπό την εκταμίευση χρηματικών ποσών από διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα και συγκεκριμένα:

Η πρώτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό κατέθεσε ως δικαιολογητικό πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.730.000 ευρώ, που φερόταν να έχει εκδοθεί από το αλλοδαπό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Η δεύτερη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 4.350.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 4.345.000 ευρώ, η οποία και πάλι φερόταν ότι έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.

Η τρίτη εταιρεία αιτήθηκε την χορήγηση προκαταβολής από το Υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, με σκοπό εκταμίευση ποσού χρηματοδότησης ύψους 9.240.000 ευρώ από εγκεκριμένο επενδυτικό πρόγραμμα. Στον σχετικό φάκελο, ως δικαιολογητικό, συνυποβλήθηκε πλαστή εγγυητική επιστολή ύψους 9.240.000 ευρώ, η οποία και στην περίπτωση αυτή φερόταν να έχει εκδοθεί από αλλοδαπό τραπεζικό ίδρυμα.

Μέχρι στιγμής έχει προκύψει για το σύνολο των εμπλεκομένων εταιρειών ότι, μόνο προς το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κατέθεσαν πλαστές ή μη εγκεκριμένες εγγυητικές επιστολές ύψους 18.240.000 €. Με τη διαδικασία αυτή θα εκταμιεύονταν άμεσα υπερπολλαπλάσια χρηματικά ποσά για αναπτυξιακά προγράμματα, από τον κρατικό προϋπολογισμό ή σε κάποιες περιπτώσεις από κοινοτικές επιδοτήσεις.

Όπως επισημαίνει η ΕΛ.ΑΣ, η έρευνα οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη προκειμένου να διακριβωθεί πλήρως το εύρος της παράνομης δραστηριότητας των επίμαχων εταιρειών, των εμπλεκομένων προσώπων και η τυχόν συμμετοχή τους σε συναφείς εγκληματικές συμπεριφορές.

By