Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Το Πόρτο Χέλι στο Vanity Fair

«It’s all chic to me»: Η Victoria Hislop γράφει για το Πόρτο Χέλι και το ΑΜΑΝΖΟΕ στο Vanity Fair.

arthroportoceliMε τίτλο «It’s all chic to me» , σε μια παράφραση του « it’s all Greek to me», η Victoria Hislop αναφέρει ότι υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία σχετικά με το ΑΜΑΝΖΟΕ, που έχει ανοίξει τις πύλες του στην Πελοπόννησο.

Αποτελεί μια γενναιόδωρη ψήφο εμπιστοσύνης, μια κομψή δήλωση πίστης ότι η περιοχή, αλλά και ολόκληρη η Ελλάδα, θα ανασυνταχθεί και ταξιδιώτες θα συνεχίζουν να έρχονται, ακριβώς όπως κάνουν εδώ και χιλιετίες.

‘Διαβάστε ένα απόσπασμα από το άρθρο της:

«Το ταξίδι από την Αθήνα στο ΑΜΑΝΖΟΕ έμοιαζε γνώριμο. Έχω περάσει μεγάλο κομμάτι της ζωής μου στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια, μαθαίνοντας τη γλώσσα, δουλεύοντας, κάνοντας φίλους, ταξιδεύοντας, μένοντας στο σπίτι μου και αφήνοντας την Ελλάδα να μπει μέσα μου. Όταν με ρωτάνε για κατευθύνσεις στο δρόμο νιώθω κολακευμένη. Πολλές φορές είναι που νιώθω «Ελληνίδα». Ίσως και για αυτό νιώθω τον πόνο της σημερινής κατάστασης, έχοντας δει την Ελλάδα να αλλάζει τα τελευταία πέντε χρόνια, από μια χώρα που γιόρταζε σε ένα μέρος όπου η αυλαία έπεσε».

 «Πιθανόν να μοιάζει περίεργη στιγμή για να ανοίξει ένα νέο ξενοδοχείο, ειδικά όταν  η διαμονή μιας βραδιάς κοστίζει περισσότερο από ότι το μηνιαίο εισόδημα του μέσου Έλληνα. Ένα βράδυ πριν την αναχώρηση μου για το ΑΜΑΝΖΟΕ, βρέθηκα σε ένα μπαρ με Αθηναίους φίλους και δειλά τους αποκάλυψα που θα πήγαινα.  ‘’Είναι σοκαριστικό’’ είπε μια φίλη μου κουνώντας το κεφάλι της. ‘’Είναι λάθος να ανοίγει ένα τέτοιο μέρος αυτήν την εποχή’’. Αλλά έχοντας πια επισκεφθεί το μέρος, πιστεύω ότι έχει άδικο. Είναι απόλυτα ‘’σωστό’’ να έχει δημιουργήσει κανείς ένα τέτοιο μέρος σε μια χώρα εν μέσω κρίσης και θαυμάζω υπέρμετρα τους ιδιοκτήτες που το υλοποίησαν.

[custom_gallery id=»4899″]

Η χρονική στιγμή που άνοιξε το ΑΜΑΝΖΟΕ είναι το ίδιο αψεγάδιαστη όσο και το τοπίο που καταλαμβάνει, και θέλω να πιστεύω ότι το ΑΜΑΝΖΟΕ όχι απλά υπάρχει πέρα από την Ελληνική οικονομική κρίση αλλά και μπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστεί. Με προσωπικό περί τα 200 άτομα (η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι Έλληνες), σίγουρα βελτιώνονται τα ποσοστά ανεργίας. Δίνεται μάλιστα μεγάλη έμφαση στα τοπικά προϊόντα, στο εστιατόριο αλλά ακόμα και στο spa.

Μολονότι υπάρχει το μενού και στα Ελληνικά, είναι σχεδόν απίθανο να έρθουν Έλληνες (άλλωστε οι αρκετά εύποροι έχουν ιδιωτικά σκάφη και εξοχικές κατοικίες), αλλά προσελκύει διεθνή πελατεία. Εάν πρόκειται για την πρώτη τους επίσκεψη στην Ελλάδα, ελπίζω να την ερωτευτούν,  όχι μόνο εξαιτίας αυτού του ξενοδοχείου αλλά και για τις άλλες εκδοχές αυτού του τόπου, και να επιστρέψουν ξανά.

Είτε καταφθάσεις στο ξενοδοχείο με τον σωφέρ του ΑΜΑΝΖΟΕ από το αεροδρόμιο στο ξενοδοχείο (μια δίωρη διαδρομή) είτε κατευθείαν από μια διεθνή πτήση μεταφερθείς με ελικόπτερο, είναι καθαρή απόλαυση από την πρώτη στιγμή, καθώς διέρχεσαι από  χιλιάδες εκτάρια ελαιοδέντρων, πευκόδασος , βραχώδεις λόφους και ακτογραμμή.

Κατά την άφιξη, οι επισκέπτες αισθάνονται σαν βασιλικά πρόσωπα, με μια μικρή ομάδα προσωπικού στην υποδοχή ντυμένοι με μια σύγχρονη εκδοχή της Ελληνικής φορεσιάς. Στέκονται παραταγμένοι σαν αγάλματα μπροστά από ένα φόντο από μαύρα αγγεία. Πίσω τους,  σαν να αποσύρονται μέχρι το άπειρο, στέκονται συστοιχίες  κιόνων που αντανακλώνται σε μια μακριά διακοσμητική πισίνα . Μοιάζει με σκηνικό, έργο τέχνης, ένα αριστούργημα.

Υπάρχει μια ενοποιημένη αντίληψη της ηρεμίας και άψογο σέρβις που διέπει το ΑΜΑΝΖΟΕ στους κοινόχρηστους αλλά και τους ιδιωτικούς χώρους. Η αρχιτεκτονική των κυρίως κοινόχρηστων χώρων είναι  ένα φόρος τιμής στις αρχαίες Ελληνικές γραμμές, που αντηχεί τον Παρθενώνα και άλλους ναούς, αλλά αυτή η εκδοχή έμοιαζε βαριά, χωρίς την διαυγή κομψότητα και χάρη του αυθεντικού. Οι κίονες είναι μινιμαλιστικοί (σε διαφορετική περίπτωση θα ήταν κακή απομίμηση), αλλά η σχεδόν βιομηχανική αισθητική τους κάνει στιβαρούς και αρσενικούς. Αυτή η εκδοχή είναι απλώς επιβλητική.

Στο μπαρ και το εστιατόριο οι επισκέπτες έχουν άπλετο χώρο να είναι αποστασιοποιημένοι, αλλά θεωρώ ότι η αναλογία μεταξύ του χώρου και της ανθρώπινης διάστασης πρέπει να είναι η σωστή. Ένιωθα σαν νάνος. Ήμουν εγώ πολύ μικρή ή ήταν το ΑΜΑΝΖΟΕ τόσο μεγάλο;  Υποψιάζομαι το δεύτερο. Σκεφτόμουν διαρκώς του θεούς, που συχνά ήταν μεγάλοι, θορυβώδεις, κακότροποι αλλά πάνω από όλα κοινωνικοί. Δεν είμαι βέβαιη εάν θα τους άρεσε αυτή η ήρεμη, αποστειρωμένη εκδοχή του σπιτιού τους, πιστεύω ότι ίσως και να ένιωθαν αγοραφοβία.

Αντιθέτως, η διαμονή είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των θνητών. Υπάρχουν συνολικά μόνο 38 πολυτελή δωμάτια. Το δικό μου ήταν στο μέγεθος ενός μικρού σπιτιού και το πιο όμορφο και αψεγάδιαστο μέρος που έχω μείνει ποτέ. Εάν οι κοινόχρηστοι χώροι μου έμοιαζαν απρόσωποι, ήταν το ακριβώς αντίθετο με το δικό μου (έγινα κτητική) δωμάτιο. Άρχισα να αναρωτιέμαι αν είχαν όντως ερευνήσει τα προσωπικές μου προτιμήσεις και τα πάθη μου: καφετιέρα Nespresso (με τις αγαπημένες μου ποικιλίες), ένα ψυγείο γεμάτο κρασιά, μια πιατέλα ώριμα δαμάσκηνα,  ένα μικρό βαζάκι με τυροπιτάκια, ένα κερί δίπλα στην μπανιέρα μου. Ακόμα και οι λινές παντόφλες ήταν στο σωστό μέγεθος και η μαρμάρινη προτομή στο γραφείο μου έδωσε έμπνευση.

Κάθε λεπτομέρεια στο εσωτερικό του δωματίου και τον εξωτερικό χώρο ήταν πάνω από άψογα. Τα αθόρυβα συρόμενα παραθυρόφυλλα (αντί κουρτινών), η μίξη του μπεζ και του καφέ τόσο στο διάκοσμο και την επίπλωση των χώρων. Τα διαφορετικά υλικά (μάρμαρο, πέτρα, ξύλο και λινά υφάσματα) έμοιαζαν να έχουν μια ήρεμη συζήτηση. Δεν υπάρχει τίποτα επιτηδευμένο, μόνο λιτή τελειότητα.

Παρόλο που ο σεβασμός της ιδιωτικότητας είναι υψίστης σημασίας εδώ, υπάρχει εξίσου η αίσθηση ότι σε φροντίζουν διαρκώς. Ένα απόγευμα άφησα το δωμάτιο μου για λίγα λεπτά και μόλις επέστρεψα παρατήρησα ότι κάποιος είχε μπει στο μπάνιο και τακτοποίησε τα προϊόντα μακιγιάζ μου (μπεζ, καφέ, κίτρινο- ευτυχώς καλόγουστες σκιές που ταιριάζουν με το διάκοσμο). Με τάραξε λίγο. Προσάρμοσα το Ipod στο ηχοσύστημα Bose και ο χώρος πλημμύρισε Miles Davis, γνωρίζοντας ότι οι γείτονες βρίσκονται πολύ μακριά για να ενοχληθούν από τον ήχο της τρομπέτας. Ούτε εγώ όμως άκουσα το χτύπημα της πόρτας και όταν βγήκα μετά από ένα χαλαρωτικό μισάωρο αφρόλουτρο, βρήκα ένα ξένο άντρα μέσα στο δωμάτιο, μάλλον ήρθε να τσεκάρει αν είχα αλλάξει θέση στα μολύβια ματιών μου.

Μια μέρα πριν το πρωινό, βούτηξα στην ιδιωτική πράσινη μαρμάρινη πισίνα (δεν είναι απλά μια πισίνα βύθισης αλλά μια πισίνα που μπορείς να κάνεις γύρους). Ένα αρχαίο ελαιόδεντρο της πρόσφερε σκιά και υποθέτω ότι κάποιος ερχόταν συχνά ώστε να απομακρύνει τα πεσμένα φύλλα και τις ελιές. Κατόπιν, το πρωινό σερβιρίστηκε στην  ταράτσα μου με θέα τους λόφους της Πελοποννήσου. Οι διπλώσεις της κολλαριστής χαρτοπετσέτας έμοιαζε να σχηματίζει ένα «V». Ίσως είχα αρχίσει πλέον να έχω παραισθήσεις. Το λιγότερο ένιωθα ότι ήμουν σε ένα όνειρο.

Το spa είχε επίσης μια προσωπική αίσθηση. Ο ναός του Ασκληπιού (του θεού της φαρμακευτικής) είναι άλλωστε κοντά, και είμαι βέβαιη ότι παρακολουθεί αυτό το μέρος. Οι αρχαίοι έλληνες πίστευαν ακράδαντα στη δύναμη της θεραπείας, και μολονότι πήγα για έναν απλό «καθαρισμό», τόσο το μυαλό μου όσο και το σώμα μου εισέπραξαν τα οφέλη του. Η μικροσκοπική Ιωάννα, αμέσως παρατήρησε τους «ώμους του συγγραφέα», μια ακαμψία που προέρχεται από τις πολλές ώρες στο πληκτρολόγιο, και σύντομα έδιωξε τον πόνο με μασάζ. Τα υλικά που χρησιμοποίησε στο πρόσωπο μου χρησιμοποιούνταν για χιλιετίες από τις Πελοποννήσιες για καλλωπισμό αλλά και για να τρέφουν τους θεούς.

Το ΑΜΑΝΖΟΕ δικαιώνει το όνομα του- εν μέρει. «ΑΜΑΝ» σημαίνει  «ειρήνη» στα σανσκριτικά, και σίγουρα βρήκα την ηρεμία εκεί. Αλλά «ΖΟΕ» σημαίνει «ζωή» στα Ελληνικά, και δεν είμαι βέβαιη ότι αποδίδει τον ορισμό. Κάποιες φορές η ηρεμία έμοιαζε άψυχη. Αυτή την ηρεμία την έβρισκα εκνευριστική κατά τη διάρκεια των γευμάτων, σαν ακόμα και ο ήχος των μαχαιροπίρουνων στο πιάτο να προσέβαλε τους υπόλοιπους επισκέπτες.  Το προσωπικό ήταν ενθουσιώδες (κάποια πρόσωπα ήταν γνώριμα από άλλα κορυφαία ξενοδοχεία όπου είχα μείνει στην Ελλάδα), αλλά ξεγλιστρούσαν ταπεινά γύρω μου σαν να ήμουν ένας ασθενής σε αποκατάσταση, και η θεραπεία μου εξαρτιόταν από την ευγένεια και την πραότητα του καθενός. Ήταν σχεδόν εξωπραγματικό, όπως ήταν το ότι μου έδωσαν φακό μαζί με το μενού στο δείπνο. Δεν υπήρχε αρκετά δυνατό φως για να το διαβάσει κανείς και ίσως θεώρησαν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε κάποιου είδους υποτροπή.

Οι επισκέπτες του ΑΜΑΝΖΟΕ εύκολα μπορούν να περάσουν τις πύλες του και να βρουν αφθονία ζωντάνιας και πολιτισμού σε κοντινή απόσταση. Σε 15 λεπτά μπορείς να βρεθείς στο λιτό αλλά γραφικό λιμάνι της Ερμιονίδας. Σε περίπου μια ώρα στις Μυκήνες ή το Ναύπλιο, την παλιά πρωτεύουσα της Ελλάδας. Μια σύντομη διαδρομή με βάρκα σε φέρνει στις Σπέτσες ή την Ύδρα, και ένα από τα πιο εντυπωσιακά αξιοθέατα της περιοχής είναι το κάστρο της Μονεμβασιάς που κυριολεκτικά κρέμεται στη θάλασσα. Εάν είχα μια μόνο ελεύθερη μέρα, θα την περνούσα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, που είναι μόνο μισή ώρα μακριά.

Είναι ένα πανέμορφο μνημείο ακόμα κι όταν είναι άδειο, αλλά μαγικό και πέρα από κάθε φαντασία όταν είναι γεμάτο με 12.000 θεατές. Την καλοκαιρινή περίοδο, παρόλο που όλα τα εισιτήρια είναι εξαντλημένα, έχω την υποψία ότι το προσωπικό στο ΑΜΑΝΖΟΕ θα έχει τον τρόπο να εξασφαλίσει εισιτήρια για τους φιλοξενούμενους του.

Η πιο ζωντανή εμπειρία είναι το δείπνο μετά την παράσταση στον Λεωνίδα στο Λιγουριό. Αυτός είναι ο ορισμός του α λα ελληνικά.  Εκατοντάδες πεινασμένοι θεατές, ηθοποιοί και θίασοι πηγαίνουν εδώ και 50 χρόνια σε αυτήν την ταβέρνα, και σερβίρονται χωρίς κόπο και με θόρυβο, άφθονο υπέροχο φαγητό. Ο εκκωφαντικός ήχος από τα γέλια και τις συζητήσεις, ο κρότος των πιάτων και των μαχαιροπίρουνων, και εκατοντάδες ποτήρια που τσουγκρίζονται με το «στην υγειά μας» είναι για μένα μια γεμάτη χαρά,  και κοινό εορτασμό της ζωής. Με 15 ευρώ το άτομο μαζί με το κρασί, είναι πολύ διαφορετικό από το σιωπηλό, σχεδόν άψυχο δείπνο στο ξενοδοχείο.

Καθώς περνούσα χιλιόμετρα από κενές διαφημιστικές πινακίδες στο δρόμο της επιστροφής προς την Αθήνα, άρχισα να θυμάμαι την εμπορική στασιμότητα που έχει αρχίσει να πλήττει την Ελλάδα. Αντιθέτως, το ΑΜΑΝΖΟΕ αντιπροσωπεύει μια αχτίδα ελπίδας, μια δήλωση εμπιστοσύνης στον αιώνιο και αμετάβλητο πολιτισμό και το κάλλος αυτής της ταραγμένης αλλά υπέροχης χώρας».

[space size=»30″]

By