Τρίτη, 19 Μαρτίου, 2024

Διευκολύνουν τις προσλήψεις στο Δημόσιο, θρέφουν τη γραφειοκρατία

Του Δημήτρη Κατσαγάνη

Οι προσλήψεις νέου προσωπικού και όχι η πάταξη της γραφειοκρατίας βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης στο Δημόσιο κατά το νέο –εκλογικό– έτος.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι εκτινάχθηκαν οι μισθολογικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης πέρσι σε σχέση με το 2017 κατά 11%, εκκρεμούν οι τελικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για την κατάργηση του 13oυ και 14ου μισθού στο Δημόσιο, ενώ συνεχίζεται η «στάση πληρωμών» της προς τους ιδιώτες.

Εξάλλου, στην τελευταία έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας καταδεικνύεται και πάλι πως η κακοδιοίκηση του ελληνικού Δημοσίου αποτελεί τροχοπέδη στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας…

Με άλλα λόγια, την ίδια στιγμή που «στενάζει» ο ιδιωτικός τομέας από το κράτος, που του χρωστά και παράλληλα του θέτει προσκόμματα στην ανάπτυξή του, απειλείται νέα έκρηξη στις δημόσιες δαπάνες για αμοιβές (σε περίπτωση που κριθούν αντισυνταγματικές οι περικοπές των «δώρων» στο Δημόσιο και αποφασιστεί πολιτικά η επιστροφή τους), η κυβέρνηση κάνει πλάνα για νέα –και μάλιστα μόνιμη– αύξηση των υπαλλήλων και, άρα, και της σχετικής δαπάνης του κρατικού Προϋπολογισμού.

Η κυβερνητική προτεραιότητα στις προσλήψεις αποδεικνύεται και στο νομοσχέδιο το οποίο κατέθεσε το υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Τίτλος του σχετικού νομοσχεδίου είναι η «ενδυνάμωση του ρόλου του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού» στη γενική κυβέρνηση.

Μόνο που είναι η «ενδυνάμωση» αυτή, όπως φαίνεται από τις διατάξεις του εν λόγω νομοσχεδίου, στόχο έχει πρώτα-πρώτα την επιτάχυνση των διαδικασιών πρόσληψης νέων υπαλλήλων και δευτερευόντως των διαδικασιών αντικειμενικής επιλογής των νέων στελεχών στη διοίκηση στο πλαίσιο της «απολιτικοποίησής» της, η οποία εκκρεμεί πριν από την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου…

Το νέο ν/σ προβλέπει ετήσιο προγραμματισμό προσλήψεων, νέες ειδικές γραμματείες και νέες οργανικές θέσεις.

Και τούτο όταν η ολοκλήρωση της επιλογής (στην οποία εμπλέκεται και το ΑΣΕΠ) ιδίως γενικών γραμματέων και τμηματαρχών έχει ήδη λάβει άτυπη παράταση και, αντί για τα τέλη Δεκεμβρίου, προβλέπεται, πλέον, για τα τέλη Μαρτίου.

Και αυτό παρά το γεγονός ότι το πολιτικό συμφέρον της κυβέρνησης θα επέβαλλε θεωρητικά το «τρέξιμο» της τοποθέτησης όλων των στελεχών της δημόσιας διοίκησης πριν από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, καθώς η 5ετής θητεία τους θα λειτουργούσε θετικά για τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, δηλαδή ακόμα και στην περίπτωση που έχανε στις προσεχείς κάλπες.

Από την άλλη μεριά, στο ίδιο νομοσχέδιο, πριν καν αναφερθούν οι διατάξεις για το ΑΣΕΠ (π.χ., πρόβλεψη για υπερωρίες των υπαλλήλων του ακόμα και τις Κυριακές το 2019 και το 2020), περιλαμβάνονται διατάξεις για τη διαμόρφωση ενός «πολυετούς» και «ετήσιου» «στρατηγικού» προγραμματισμού προσλήψεων». Επίσης, υπάρχουν ρυθμίσεις για τη σύσταση νέας «Ειδικής Γραμματείας» στο υπ. Διοικητικής Ανασυγκρότησης, αλλά και νέες οργανικές θέσεις στο ίδιο υπουργείο.

Τα κυβερνητικά σχέδια για νέες γραμματείες και νέες προσλήψεις, και μάλιστα σε οργανικές –δηλαδή μόνιμες– θέσεις, σχεδιάζονται την ίδια ώρα που το ύψος των μισθολογικών παροχών για τους δημοσίους υπαλλήλους αυξάνεται συνεχώς.

Όπως καταδεικνύεται στην εισηγητική έκθεση του κρατικού Προϋπολογισμού για το 2019, οι σχετικές παροχές αυξήθηκαν κατά 1,5 δισ. ευρώ μεταξύ 2017 και 2018, αντί για 1 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα, από τα 12,018 δισ. ευρώ το 2017, εκτοξεύτηκαν στα 13,527 δισ. ευρώ το 2018, αν και οι αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν δαπάνη μόλις 12,925 δισ. ευρώ (για το 2018).

Η αιτία για την εκτίναξη της μισθολογικής δαπάνης είναι, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, «κυρίως η καταβολή χρηματικού ποσού που αφορά προσωπικό διαφόρων κατηγοριών ειδικών μισθολογίων».

Πρόκειται για τα αναδρομικά που δόθηκαν στους ενστόλους και τους πανεπιστημιακούς, αλλά και για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στους υπαλλήλους του ΥΠΟΙΚ οι οποίοι προσλήφθηκαν μετά το 2011.

Το τελευταίο, μάλιστα, ζήτημα απασχόλησε και την πρόσφατη έκθεση της ενισχυμένης μετα-μνημονιακής εποπτείας της Κομισιόν, κάτι που αναμένεται να συζητηθεί μεταξύ «θεσμών» και οικονομικού επιτελείου κατά την επικείμενη κάθοδο των κλιμακίων των δανειστών στο τέλος του τρέχοντος μηνός.

Οι υπερβάσεις των δημοσιονομικών στόχων για τη μισθολογική δαπάνη συντελέστηκαν το 2017 -2018, θα συνεχιστούν όμως και φέτος.

Ήδη ο Προϋπολογισμός προβλέπει δαπάνη ύψους 13,016 δισ. ευρώ το 2019, έναντι εκτίμησης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος για 12,992 δισ. ευρώ.

Ωστόσο, οι Βρυξέλλες έχουν ήδη χτυπήσει το «καμπανάκι». Στην τελευταία έκθεσή τους για την ενισχυμένη μετα-μνημονιακή εποπτεία ασκήθηκε έντονη κριτική και τα «μηνύματα» που φτάνουν από την Αθήνα εντείνουν τις ανησυχίες.

Το θέμα, μάλιστα, αναμένεται να αποτελέσει ένα από τα κομβικά στοιχεία της αξιολόγησης που ξεκινά με διά ζώσης επαφές τις επόμενες ημέρες. Στην τελευταία έκθεση αναφέρεται πως αποτελεί «πρόκληση-κλειδί για το μέλλον», μεταξύ άλλων, «η διατήρηση του μεγέθους της διοίκησης σταθερά στο σημερινό επίπεδο και η αποφυγή της επιστροφής στις κακές πρακτικές της προ κρίσης περιόδου».

Αυτό σημαίνει πως ούτε το πλήθος των μόνιμων, αλλά ούτε και των προσωρινών συμβασιούχων, πρέπει να αυξηθεί σε σχέση με το σημερινό τους επίπεδο. Έτσι, ο συνολικός αριθμός των εργαζομένων στο Δημόσιο δεν θα πρέπει να ξεπεράσει πάνω-κάτω τούς 731.554 έως το 2022. Οι μόνιμοι δεν πρέπει να ξεπεράσουν τους 676.615, ενώ οι συμβασιούχοι τους 54.939 την επόμενη 4ετία.

Πιο αναλυτικά, οι συμβασιούχοι στις υπηρεσίες της γενικής κυβέρνησης δεν πρέπει να ξεπεράσουν τους 40.084, ενώ οι συμβασιούχοι στους δημόσιους φορείς, οι οποίοι, όμως, λειτουργούν με βάση το ιδιωτικό δίκαιο (ΝΠΙΔ), δεν πρέπει να υπερβούν τους 14.856.

(Visited 1 times, 1 visits today)
By