Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Μαρτυρίες Κατοίκων : Στο Μάτι της Αποκάλυψης

Η περασμένη Τετάρτη δεν θύμιζε σε τίποτα μια ξέγνοιαστη ημέρα του Ιουλίου. Λίγες ώρες μετά τη φονική πύρινη λαίλαπα που χτύπησε το Μάτι, επισκεφτήκαμε την περιοχή για ένα ρεπορτάζ που όλοι οι δημοσιογράφοι απεύχονται να ζήσουν.

Η αίσθηση που έχει κανείς στην αρχή της λεωφόρου Μαραθώνος είναι καθησυχαστική. Όλα είναι στη θέση τους, τα δέντρα, η βλάστηση, το βουνό αριστερά, τα φανάρια και τα μαγαζιά κατά μήκος του δρόμου με τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Η ελπίδα πως όσα πρόκειται να συναντήσεις θα είναι περιορισμένα χάνεται σιγά σιγά, μαζί με τη σιωπή που διαλύεται από τους έλικες των ελικοπτέρων, όπου κρέμονται δεξαμενές νερού, καθώς κατευθύνονται στο Νέο Βουτζά, αλλά και οι πρώτες γκρίζες εικόνες, που εναλλάσσονται όμως γρήγορα με πράσινες οάσεις.

Στρίβοντας δεξιά, καταλαβαίνεις πως εισέρχεσαι στη ζώνη του δράματος.

Οι πρώτοι απανθρακωμένοι κορμοί δέντρων λειτουργούν ως «προειδοποιητικός πυροβολισμός». Έχεις λίγα χιλιόμετρα μόνο για να προετοιμαστείς για τις εικόνες που θα δεις και θα σε συνοδεύουν διά παντός. Μόλις περάσεις από τον πρώτο τροχονόμο και τα πρώτα παρκαρισμένα στρατιωτικά οχήματα κατά μήκος του δρόμου, λίγο πριν και λίγο μετά τις κατασκηνώσεις του Αγίου Ανδρέα, σηκώνεις το κινητό, για τις χειροπιαστές μαρτυρίες, για να καταγράψεις όσα οι λέξεις ωχριούν.

Το Μάτι είναι ένας παραθεριστικός οικισμός στην ανατολική Αττική, μισή ώρα περίπου από την πρωτεύουσα, στριμωγμένο ανάμεσα στη Νέα Μάκρη και τη Ραφήνα. Λέγεται πως η ονομασία της περιοχής δόθηκε λόγω της εντυπωσιακής θέας προς από τη θάλασσα. Τα πεύκα σταματούν λίγο πριν τη θάλασσα, εκεί που συναντούν τα βράχια. Σταδιακά, από το 1965 κι έπειτα, θέση στη γεωφυσική μορφολογία διεκδικούν και τα σπίτια, που πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Οι παραθεριστές γίνονται μόνιμοι κάτοικοι, ξενοδοχεία ξεφυτρώνουν, τουρίστες καταφθάνουν, παππούδες φιλοξενούν τα εγγόνια τους και δίνουν ανάσες στους γονείς που δουλεύουν στην Αθήνα…

Την είσοδο στον οικισμό αναγγέλλουν τα δύο αστυνομικά τζιπ, με τους τροχονόμους να απαγορεύουν την πρόσβαση στα αυτοκίνητα. Όταν παρκάρουμε λίγα μέτρα παραπάνω και βγαίνουμε από το αυτοκίνητο, η μυρωδιά του καμένου τρυπά τα ρουθούνια. Έπειτα από δύο λεπτά, όμως, τη συνηθίζεις. Το αντίθετο συμβαίνει με τις βιβλικές εικόνες που έλκουν το βλέμμα. Το χώμα έχει όλες τις αποχρώσεις του γκρι – σε κάποια σημεία ακόμη αχνίζει, τα πολύχρωμα σπίτια έχουν μαύρες λωρίδες – πιστοποιητικά της φλόγας που πέρασε από πάνω τους. Μια καμένη παιδική χαρά υπενθυμίζει πως τέσσερις ημέρες πριν σε εκείνο το σημείο ακούγονταν χαρούμενες παιδικές φωνές. Πλέον, το μόνο που μπορεί να εκνευρίσει είναι αυτή η υπόκωφη σιωπή που βασιλεύει σε όλη την περιοχή.

Προχωρώντας ανάμεσα σε κάμερες και καλώδια, σε οπερατέρ και δημοσιογράφους ξένων δημοσιογραφικών οργανισμών, σε άντρες με στολές παραλλαγής, γαλάζιες και κόκκινες, που δίνουν χρώμα στο αρρωστημένα γκρίζο σκηνικό, νιώθεις την άσφαλτο να καίει τους αστραγάλους και τις γάμπες. Πάνω της κουβαλά ακόμα τα κουφάρια των καμένων αυτοκινήτων, με το λιωμένο μέταλλο να τη χαρακώνει. Κάποιες κολόνες είναι λιωμένες σαν κεριά, πένθιμα.

Μοιάζει να βρισκόμαστε στο σετ μιας χολιγουντιανής ταινίας καταστροφής, όπου στο τέλος ένας Bruce Willis θα εμφανιστεί, κάποιος θα φωνάξει «cut» και όλα θα είναι ψέμα. Αλλά δεν συμβαίνει αυτό. Αντιθέτως, άνθρωποι που βρίσκονται σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνο που πριν ήταν το εξοχικό τους φτυαρίζουν για να πετάξουν έξω τα μπάζα, που μοιάζουν ατελείωτα. Συμβολισμός!

Έχουμε διανύσει εκατοντάδες μέτρα κατά μήκος της παραλιακής οδού, αφήνοντας πίσω την Αργυρά Ακτή, όταν συνειδητοποιούμε πως δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στην ακτή –που βρίσκεται κάποιες δεκάδες μέτρα μακριά– εξαιτίας των περιφράξεων που δεν αφήνουν καμία δίοδο διαφυγής. Αυτή, άλλωστε, ήταν μία από τις αιτίες της εκατόμβης των νεκρών: οι παγιδευμένοι δεν κατάφεραν να φτάσουν στο γιαλό. Μοιάζει με ειρωνεία της τύχης το γεγονός πως υπάρχουν λωρίδες βιβλικής καταστροφής και δίπλα λωρίδες που η φωτιά έχει προσπεράσει. Υπάρχουν σπίτια αλώβητα και σπίτια σκελετωμένα, σε απόσταση μόλις λίγων μέτρων μεταξύ τους.

Συνεχίζοντας στον ίδιο δρόμο, μια κυρία γύρω στα 55 κάνει κύκλους σκυμμένη πάνω από ένα καμένο αυτοκίνητο. Φοράει χειρουργική μάσκα και δείχνει ταλαιπωρημένη. «Μπορούμε να σας βοηθήσουμε;» τη ρωτάω. «Αυτό είναι το αυτοκίνητο του συζύγου μου. Επέστρεφε από το αεροδρόμιο…» μας απαντά και όταν της λέμε πως είμαστε δημοσιογράφοι ξεκαθαρίζει πως δεν θέλει να τη φωτογραφίσουμε ή να γράψουμε το όνομά της. «Αγνοείται» μας λέει. «Τον έχω δηλώσει στη λίστα των αγνοουμένων. Έχω πάει σε όλα τα νοσοκομεία, έχω δώσει δείγμα DNA, αλλά τίποτε» προσθέτει. Εκείνη τη στιγμή έρχονται δύο άντρες που της δίνουν ένα κινητό χτυπημένο, γεμάτο εξογκώματα, και ένα κλειδί αυτοκινήτου που μοιάζει να ταιριάζει με τη μάρκα. «Μπορεί να είναι του συζύγου σας;» τη ρωτάνε. Εκείνη αναγνωρίζει στην αρχή το κλειδί και μετά το κινητό, «ήταν δικό μου και του το έδωσα. Άρα πρόλαβε να φύγει και προσπάθησε να πάει προς τη θάλασσα» λέει προσπαθώντας να πιστέψει στο βολικό σενάριο που δείχνει αληθινό. Της λέμε να πάει και πάλι στους αγνοούμενους, να ρωτήσει και πάλι ανθρώπους που βρίσκονται στα γύρω ξενοδοχεία. Το ευνοϊκό σενάριο μοιάζει όμως να μην την πείθει. «Θεωρώ πως πρέπει να αποδεχτώ πως είναι νεκρός. Όσο πιο γρήγορα το κάνω, τόσο καλύτερα θα είναι» μας λέει με κυνική ειλικρίνεια. «Μακάρι να μην έχει συμβεί το μοιραίο!» ευχόμαστε καθώς απομακρυνόμαστε για να πάμε στην Αργυρά Ακτή.

Η ομώνυμη ψαροταβέρνα βρίσκεται πάνω στην αμμουδιά και είναι από τα λίγα περάσματα προς την ακτή. Στο εσωτερικό της κάθονται ένας νεαρός άντρας και ένας μεγαλύτερος. «Έχετε μήπως κρύο νερό;» ρωτάω. «Δεν έχουμε νερό. Ειδικά κρύο δεν θα βρεις, αφού δεν έχουμε ρεύμα» μου λέει ο ξανθός νεαρός που κάνει και τις απαραίτητες συστάσεις. Είναι ο Γιάννης και ο πατέρας του, ο Γιώργος Σταμπέλος, ιδιοκτήτης της ψαροταβέρνας. Ο νεαρός βρισκόταν στην επιχείρηση την ώρα που οι πρώτες φλόγες έγλειφαν τις σκεπές και τα πεύκα στο Μάτι. Μπήκε αμέσως στη θάλασσα για να σωθεί. Μετά από λίγο ο κολπίσκος, που έχει ακτίνα περίπου 500 μέτρων, γέμισε ηλικιωμένους και παιδιά.

Τα μάτια τους είναι ακόμη κόκκινα, με το λευκό της κόρης χαρακωμένο από κόκκινες γραμμές. Μου περιγράφουν πώς βρήκαν ένα απανθρακωμένο πτώμα σε ένα παγκάκι πιο πέρα, πώς την επομένη είδαν ένα άλλο απανθρακωμένο σε ένα αυτοκίνητο που έγινε παρανάλωμα του πυρός. Όσο περιγράφουν τα πρωτόγνωρα που έζησαν (μπορείτε να τα διαβάσετε στο box επάνω) μια ομάδα στρατιωτών τοποθετεί σε ένα τεράστιο τραπέζι σάντουιτς και μοιράζει νερό. Πίνοντάς το νιώθω τον ουρανίσκο μου να καίει, προφανώς από όσα είχα εισπνεύσει.

Στην αυλή υπάρχει ένας σωρός με αντικείμενα: κινητά, ένα παντελόνι, μπρελόκ. Είναι όσα έχει ανασύρει από το βυθό η Κατερίνα Τοπούζογλου, ειδική στον καθαρισμό βυθών (διαβάστε όσα μας περιγράφει στο box επάνω).

Αφήνοντας πίσω την Αργυρά Ακτή ανηφορίζουμε… Διάφορα αγροτικά και τζιπ βρίσκονται στο δρόμο με παγωμένα νερά και ρωτούν για βοήθεια. Λίγο πιο πάνω, ένας λόχος στρατιωτών στήνει μια υπαίθρια τραπεζαρία. Απέναντι, ένας ιδιοκτήτης προσπαθεί να καθαρίσει το σπίτι του, ενώ μπορεί να διακρίνει εύκολα κανείς τρία σκυλιά που βρίσκονται μέσα στο σπίτι. «Πρέπει να τρόμαξαν πολύ» του λέω. «Δεν έβγαιναν από το σπίτι, ήταν πολύ φοβισμένα. Τηλεφώνησα στην Πυροσβεστική και τους είπα πως είμαι εγκλωβισμένος. Όταν τους εξήγησα τι εννοώ, πως τα σκυλιά αρνούνται να βγουν, μου είπαν πως θα έπρεπε να βγω πάση θυσία. Με συμβούλευσαν να τους ρίξω βρεγμένες πετσέτες». Μας καλεί για να μας δείξει πώς πέρασε η φωτιά γύρω από το σπίτι του, τον καυστήρα που ανατινάχτηκε. Τα σκυλιά μοιάζουν πιο χαλαρά τώρα, βγήκαν στην αρχή διστακτικά, αλλά μόλις απλώσεις το χέρι το γλείφουν περιμένοντας χάδια.

Έπειτα από τέσσερις ώρες περιπλάνησης, μπαίνουμε με τον Γιώργο Τσιμιωρκιώτη ξανά στο αυτοκίνητο. Παντού έχουμε υπολείμματα από τη μαυρίλα που συναντήσαμε: στα παπούτσια, στην μπλούζα, στην ψυχή μας.

By