Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Ευρώπη θα λέμε και θα …κλαίμε

Το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών αλλάζει την Γερμανία αλλά και την Ευρώπη. Το σενάριο πολλών ταχυτήτων και ο δρόμος της Ελλάδας.

Του Πέτρου Ευθυμίου

Οι γερμανικές εκλογές σηματοδότησαν πράγματι μια μεγάλη ανατροπή, με απρόβλεπτες συνέπειες για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η ουσία αυτής της ανατροπής οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση από όσα ως τώρα καταγγέλλονταν από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες: η «ηγεμονική» Γερμανία, η Γερμανία που επιχειρεί να επιτύχει τον 21ο αιώνα, με οικονομικά μέσα, όσα απέτυχε να επιβάλλει τον 20ο αιώνα με την στρατιωτική της ισχύ, πολύ απλά αυτό το βολικό σκιάχτρο, δεν υπάρχει μετά τις 24 Σεπτεμβρίου.

Το αποτέλεσμα των εκλογών κατέστησε την Γερμανία μια τυπική ευρωπαϊκή χώρα. Μια χώρα που όλα ξεκινάνε από την εθνική ατζέντα, και προσμετράται η «ευρωπαϊκότητα» των επιλογών της με βάση το εθνικό συμφέρον, που οφείλει – μάλιστα – να είναι τόσο σαφές, ώστε να δημιουργεί την αναγκαία συναίνεση για τη δημοκρατική ομαλότητα και την κοινωνική συνοχή.

Το υπόρρητο αίτημα αυτών των εκλογών ήταν «η Γερμανία στους Γερμανούς». Είναι εντελώς λάθος να περιχαρακώνεται αυτή η στροφή, μόνον στα ποσοστά του AfD. Αν συνδυάσει κανείς τις αναδιπλώσεις της Μέρκελ και την υπερκέραση «από τα δεξιά» που έκανε ο Σούλτς στο μεταναστευτικό, κατανοεί ότι οι μετακινήσεις ήταν πολύ βαθύτερες, σε όλο το εύρος των πολιτικών δυνάμεων.

Το αναπόφευκτο επόμενο βήμα θα είναι ότι οι ευρωπαϊκές επιλογές της Γερμανίας θα αλλάξουν χαρακτήρα. Από την γενική συζήτηση «τί συμφέρει την Ευρώπη», η νέα γερμανική κυβέρνηση, όποια και εάν είναι αυτή – «Τζαμάικα» ή και πάλι ο «μεγάλος συνασπισμός» με τους Σοσιαλδημοκράτες- θα ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία.

Οι όποιες αποφάσεις, πρέπει να είναι πριν απ όλα συμφέρουσες για την Γερμανία, με τον πιο στενό τρόπο της έννοιας «συμφέρουσες για την Γερμανία». Να εγκολπώνεται και να συναινεί με αυτές τις αποφάσεις η γερμανική κοινή γνώμη, με τον τρόπο που θα αντανακλούν στη δική της αίσθηση ασφαλείας και στη δική της προσδοκία ευημερίας.

Ζήσαμε μια δεκαετία περίπου, από την έναρξη της κρίσης το 2007 ως σήμερα, όπου ο – ρηχός στην πραγματικότητα – διάλογος για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν ήταν παρά μια αλυσίδα υποδείξεων από όλους τους άλλους, για το τί πρέπει να κάνει η Γερμανία, με τα χρήματά της για αυτούς.

Άλλοι την συμβούλευαν να αποδεχθεί τα ευρωομόλογα (δηλαδή να αναλάβει η Γερμανία, την εγγύηση των χρεών της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας κτλ). Άλλοι πίεζαν, εν ονόματι πάντα της «ενωμένης Ευρώπης», να συναινέσει η Γερμανία σε αλλαγή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας του Μάαστριχτ, να κάνει δηλαδή κάθε κράτος ότι θέλει σε δαπάνες και χρέη, έτσι ώστε το ευρώ να εκπέσει πολύ εύκολα σε αργεντίνικο πέσος, στην όποια νέα κρίση. Άλλοι πίεζαν την Γερμανία να βάλει τα λεφτά της σε μια «κευνσιανή» – τάχα – πολιτική, που θα επέτρεπε να γίνει ένα νέο ράλι με φούσκες των χρηματοπιστωτικών κορακιών, για να αφήσουν πίσω τους περισσότερα ερείπια, όταν η μόχλευση θα χτύπαγε στα ντουβάρια των «μεγάλων έργων υποδομής» που θα ζωντάνευαν –υποτίθεται – για πάντα την ευρωπαϊκή οικονομία.

«Πρώτα η Γερμανία»

Η Γερμανία δεν υποστήριξε φυσικά καμιά εξ’ αυτών των «ρηξικέλευθων» προτάσεων, ωστόσο δεν απέρριψε κατηγορηματικά καμία των υποδείξεων. Προσπαθούσε να επιτύχει μηχανισμούς σύγκλισης σε αυτονόητους κανόνες κοινών δεσμεύσεων, σε όσους επιδίωκαν κοινές πολιτικές. Κυρίως, όμως, προσπαθούσε να υποδείξει ότι κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές προϋποθέτουν κοινή ανάγνωση του περιβάλλοντος στο οποίο καλούνται να υλοποιηθούν, ή ακόμα ακριβέστερα, να αναμετρηθούν.

Η Γερμανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή δύναμη που αναμετράται στο παγκοσμιοποιημένο ανταγωνιστικό οικονομικό πεδίο. Αντιλαμβάνεται τις παγκόσμιες μεταβολές ως απειλές και ευκαιρίες. Εκτιμά ότι ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, πέρα από την ανερμάτιστη και επίφοβη διεθνή πολιτική του, έχοντας καταργήσει όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες του Ομπάμα για τα κερδοσκοπικά χρηματοπιστωτικά παιγνίδια, έχει ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για μια νέα υποτροπή της κρίσης του 2007, αυτή τη φορά χωρίς να υπάρχει δίχτυ ασφαλείας.

Η Γερμανία λαμβάνει σοβαρά υπόψη ότι η Κίνα έπαψε εδώ και χρόνια να αγοράζει αμερικανικά ομόλογα, και πραγματοποίησε – όπως ακριβώς και η ίδια – μια γιγάντια στροφή στην πραγματική, παραγωγική οικονομία. Το ίδιο ακριβώς κάνει και η Ινδία, έτσι ώστε η Γερμανία να επικεντρώνεται στην Ευρώπη, με τον μόνο πραγματικό τρόπο που την ενδιαφέρει: η Ευρώπη είναι αναγκαία για την Γερμανία όχι ως εσωτερική αγορά (αυτό είναι δευτερεύον), αλλά κυρίως ως επέκταση της, ως ενδοχώρα της.

Η Γερμανία έχει ανάγκη την Ευρώπη για να ισχυροποιήσει την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα της. Με απλά λόγια, επειδή: πρώτον, υπάρχει η κατάσταση συναγερμού στο διεθνές –και ευρωπαϊκό – επίπεδο και δεύτερον, υπάρχει ριζική αλλαγή στο εσωτερικό της Γερμανίας. Ο όποιος κυβερνητικός συνασπισμός, θα «βάλει στον πάγο» τις επιθυμητικές σκέψεις τύπου Γιούνκερ για το μέλλον της Ευρώπης καθώς και τις γαλλικές φαντασιώσεις και θα προχωρήσει αποφασιστικά στην «Ενωμένη Ευρώπη», αλλά, των «προθύμων».

Πλοηγώντας στη Νέα Ευρώπη

Όσα έθετε ως κανόνες που θα πραγματώνονται σταδιακά στο μέλλον, θα τεθούν τώρα ως άμεσες προϋποθέσεις για κάθε σύγκλιση στο παρόν. Αν ζητούν οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες κοινή οικονομική πολιτική, η Γερμανία θα συμφωνήσει αν δεχθούν τους γερμανικούς κανόνες, ως κανόνες των εθνικών τους οικονομιών. Αν θέλουν ευρωομόλογο, θα το έχουν, εφόσον βεβαίως, παρουσιάσουν τόσα πλεονάσματα, όσα και η Γερμανία. Και ούτω καθεξής.

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την αντίδραση των άλλων ευρωπαϊκών χωρών στο ενδεχόμενο αυτές οι προτάσεις, από τον Ιανουάριο του 2018, να γίνουν οι επίσημες γερμανικές θέσεις. Δεν είναι καθόλου δύσκολο όμως, στον βαθμό που αρχίσουν και πάλι οι μακροί παρελκυστικοί συμβιβασμοί, να έχουμε μια ακόμα πιο ριζοσπαστική εξέλιξη : Η Γερμανία να προχωρήσει, επίσημα, κάνοντας χρήση των συνθηκών, στην «Ευρώπη των ενισχυμένων συνεργασιών», στην Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων, με λίγα λόγια.

Είναι βέβαια το σενάριο που όλοι απεύχονται, αλλά δεν θα είναι κανείς και σε θέση να το εμποδίσει. Και είναι καιρός, όλες οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις να επιχειρήσουν να προτείνουν, όχι πώς θα βάλει η Γερμανία τα λεφτά της για τους άλλους, αλλά πώς η Ευρώπη μπορεί να γίνει περισσότερο παραγωγική, περισσότερο ανταγωνιστική και περισσότερο κοινωνικά δίκαιη.

Οι Αμερικάνοι Δημοκρατικοί έλεγαν, ότι ο ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος Τζέραλντ Φόρντ, ήταν τόσο ολιγοφρενής, ώστε δεν μπορούσε ταυτοχρόνως να μασά τσίχλα και να ανέβει μια σκάλα, γιατί μπερδευόταν. Πώς θα χαρακτηρίσει κανείς λοιπόν τις δύο βασικές «σχολές σκέψης» (ο Θεός να τις κάνει «σχολές») στην σημερινή Ευρώπη, όταν οι μεν ομνύουν στην παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, χωρίς όμως αναδιανομή, και οι άλλοι ευαγγελίζονται την αναδιανομή, χωρίς παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα… Θα ήθελε κανείς να πιστεύει ότι η προφανής απάντηση θα είναι ο Μίτος της εξόδου της Ευρώπης από την κρίση.

Θωρακίζοντας την Ελλάδα Χωρίς Αυταπάτες

Σε αυτή την καθόλου ευχάριστη προοπτική των τεκτονικών αλλαγών και των δύσκολων αποφάσεων, η Ελλάδα είναι εντελώς απροετοίμαστη. Το χαμηλό επίπεδο προπαρασκευής του πολιτικού προσωπικού, το είχε οδηγήσει να προσαρμοστεί στο μοντέλο να καταγγέλλει μεν τα μνημόνια, αλλά να επιβιώνει στην ασφάλεια της χρηματοδότησης τους.

Η βαθιά διαταραγμένη κοινή γνώμη εξακολουθεί πλειοψηφικά να θεωρεί ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι εσωτερικό, δεν το δημιούργησαν – και συντηρούν – οι δικές μας επιλογές και παραλείψεις, αλλά είναι αποτέλεσμα εξωτερικής επιβουλής. Την ίδια στιγμή, κορυφαία λάθη και εγκληματική άγνοια σε κρίσιμους τομείς, όπως η εκχώρηση των Τραπεζών στα funds και η εκμηδένιση του ρόλου τους, μεταβάλλονται τώρα σε νάρκη, που απειλεί την ισορροπία νοσηλείας στο νοσοκομείο με τα σωληνάκια, που έχει αναγορευτεί σε κανονικότητα.

Είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξει πλήρως ο δημόσιος διάλογος και οι όροι της πολιτικής διαπάλης και ρητορικής, και να γίνει κατανοητό ότι το συμφέρον του ελληνικού λαού, το συμφέρον της χώρας, είναι να βρίσκεται η Ελλάδα στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Είναι ανάγκη να τελειώσουν τα καραγκιοζλίκια των τάχατες «σκληρών διαπραγματεύσεων» που αυξάνουν πάντοτε με μαθηματική βεβαιότητα τον λογαριασμό. Η τρίτη αξιολόγηση να τελειώσει το ταχύτερο και να στραφεί όλη η προσοχή στις επενδύσεις και την προώθηση αναπτυξιακών εγχειρημάτων, ώστε να υψωθεί ένας ιστός ασφαλείας στον τεράστιο κίνδυνο που αντιμετωπίζει σε πρώτη φάση το τραπεζικό σύστημα, και, σε δεύτερη, το σαθρό οικοδόμημα των μεταρρυθμίσεων – μαϊμού, μεταρρυθμίσεων που ψηφίζονται για να μην πραγματοποιούνται. Σε αυτή την φάση, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προτιμούν να μην θίγουν τα κενά και τα κακώς κείμενα.

Σε μια αναστροφή, όμως, των συσχετισμών και του κλίματος, αυτοί που σήμερα μας λένε «καλά λόγια» είναι οι πρώτοι που θα υποδείξουν ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός»…

By