Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Ο Economist υπέρ της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους με προϋπόθεση την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων

«Η οδύσσεια χρέους της Ελλάδας» είναι κύριο άρθρο του περιοδικού Economist, το οποίο τάσσεται υπέρ της απομείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και μείωσης των στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα κάνει περισσότερες μεταρρυθμίσεις.

Μετά από μια δεκαετή κρίση, ένας νέος έλληνας Πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κάνει προσπάθειες, ώστε η Ελλάδα να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Αν και η οικονομία έχει αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται, η ανάπτυξη είναι «χλιαρή» και το παραγόμενο προϊόν είναι σχεδόν ένα τέταρτο χαμηλότερο από ό,τι το 2007.

Η χώρα βγήκε από το τρίτο μνημόνιο πέρυσι με χρέος που ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ της και υπόκειται στους όρους μιας συμφωνίας ελάφρυνσης του χρέους με τους δανειστές της.

Η συμφωνία σχεδιάστηκε έτσι ώστε να γίνει αποδεκτή από τους ψηφοφόρους της βόρειας Ευρώπης, οι οποίοι αποστρέφονται την ιδέα της διάσωσης των Νοτιοευρωπαίων. Ωστόσο, ειδικοί συμφωνούν ότι η συμφωνία αυτή είναι εντελώς μη ρεαλιστική. «Ήρθε επιτέλους η ώρα να σταματήσει κανείς να υποκρίνεται και να ρυθμίσει το θέμα των ελληνικών δημοσίων οικονομικών μια για πάντα».

Η συμφωνία του 2018 παρατείνει τον χρόνο αποπληρωμής κάποιων ελληνικών δανείων και προσφέρει κάποια μείωση επιτοκίων.

Σε αντάλλαγμα, πέρα από τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να εκπληρώνει «δρακόντειους δημοσιονομικούς στόχους». Συγκεκριμένα, πρέπει να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% ως το 2022 και 2,2% κατά μέσο όρο ως το 2060. Το θέμα της ελάφρυνσης του χρέους δεν προβλέπεται να επανεξεταστεί πριν το 2032.

Είναι κοινό μυστικό ότι οι στόχοι αυτοί είναι ευφάνταστοι. Λίγες μόνο χώρες έχουν επιτύχει τέτοιο άθλο – και οι περισσότερες ήταν πλούσιες σε πρώτες ύλες και ευημερούσαν.

Δεν είναι λογικό να αναμένει κανείς από την Ελλάδα να δεσμευτεί έναντι μιας τέτοιας μορφής «δημοσιονομικού μαζοχισμού» για τέσσερις δεκαετίες. Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, θα χρειαστεί τελικά ελάφρυνση του χρέους. Και καθώς η οικονομία είναι ακόμα σε ύφεση, το επιχείρημα υπέρ κάποιας δημοσιονομικής χαλάρωσης τώρα έχει βάση.

Οι «σωφρονιστικοί όροι» της συμφωνίας του 2018 αντανακλούν δυσπιστία. Οι βορειοευρωπαίοι πολιτικοί δεν μπορούσαν να «πουλήσουν» μια συμφωνία στο εσωτερικό των χωρών τους που θα έδινε την εντύπωση ότι οι Έλληνες «τη γλιτώνουν». Πρόσφατες επιθέσεις στη Γερμανία κατά των συμφιλιωτικών πολιτικών της ΕΚΤ δείχνουν ότι η επιφυλακτικότητα του Βορρά ότι ο Νότος καλύπτεται είναι ακόμα ζωντανή.

Από την πλευρά της η Ελλάδα απέφυγε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, για να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται γρήγορα και να φτάσει την υπόλοιπη ευρωζώνη. Η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εκπλήρωνε τους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά έμενε πίσω στις μεταρρυθμίσεις.

Οι τράπεζες είναι φορτωμένες μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το πλαίσιο για την αντιμετώπισή τους είναι ανεπαρκές. Τα φορολογικά έσοδα στηρίζονται σε πολύ στενή φορολογική βάση, απαιτώντας έτσι υψηλούς συντελεστές φορολόγησης που αποτρέπουν τις προσλήψεις.

Στο θέμα της καταχώρησης περιουσίας ή επίλυσης επιχειρηματικών διαφορών η έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας κατατάσσει την Ελλάδα μεταξύ του χαμηλότερου ενός τρίτου χωρών.

Υπάρχει διέξοδος. Όταν οι Έλληνες τον Ιούλιο ψήφισαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με σύνθημα τις μεταρρυθμίσεις, γύρισαν την πλάτη τους στον λαϊκισμό. Οι δανειστές θα πρέπει να το δεχτούν αυτό ως ένδειξη καλής πίστης.

Και πρέπει να θέσουν έναν νέο στόχο – ότι με αντάλλαγμα περισσότερες μεταρρυθμίσεις, η Ελλάδα θα λάβει απομείωση του χρέους, τέτοια που θα της επιτρέπει να εξυπηρετεί τα χρέη της με βιώσιμο τρόπο χωρίς πρωτογενές πλεόνασμα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα κάνει σημαντικά βήματα ως προς τις μεταρρυθμίσεις, οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος θα πρέπει σταδιακά να μειωθούν. Σε ένδειξη καλής θέλησης, η ΕΕ θα μπορούσε στο μεταξύ να προσφέρει πάνω από 1 δισ. τον χρόνο από κέρδη του προγράμματος αγοράς ομολόγων, ώστε να προσφέρει στην Ελλάδα επιπλέον δημοσιονομικό χώρο.

Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης εκπληρώνει την υπόσχεσή του για μεταρρυθμίσεις με αργούς ρυθμούς. Χρειάζεται να «σηκώσει τα μανίκια». Κέρδισε την υποστήριξη του κοινού και έχει εντυπωσιάσει τις αγορές – η διαφορά της απόδοσης των δεκαετών ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έχει μειωθεί στο μισό φέτος.

Πρέπει να πείσει τους Βορειοευρωπαίους ότι η Ελλάδα αξίζει κάποια ευελιξία. Αυτό σημαίνει αντιμετώπιση των προβλημάτων που κρατούν την οικονομία πίσω. Για δέκα χρόνια κυβερνήσεις και δανειστές τα «κουτσοκαταφέρνουν». Οι Έλληνες αξίζουν κάτι καλύτερο.

(Visited 1 times, 1 visits today)
By