Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Ασπρόμαυρες φωτογραφίες της Αθηναϊκής δυστυχίας

O Enri Canaj είναι Αλβανός φωτορεπόρτερ που μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όταν ήταν 11.

Τα τελευταία χρόνια καταγράφει τη ραγδαία αλλαγή της Αθήνας, από αναπτυγμένη πόλη σε χωνευτήρι φασιστών, αντιφασιστών, διαμαρτυριών, πορνείας και φτώχειας.

Οι φωτογραφίες του Canaj μιλούν κυρίως για τη ζωή των μεταναστών της πόλης και είναι μια συμπονετική ματιά στη ζωή ανθρώπων εγκλωβισμένων σε δυσβάσταχτες συνθήκες.

Η συλλογή φωτογραφιών του λέγεται SHADOWS IN GREECE.

«Το “Shadows in Greece” είναι ένα προσωπικό πρότζεκτ μου, που το ξεκίνησα πριν από δύο χρόνια. Η συλλογή απεικονίζει την καθημερινή ζωή στην Αθήνα όταν η φοβερή εισροή τουριστών με αφορμή τους Ολυμπιακούς του 2004 είχε πια ξεφτίσει.

Φωτογράφισα μέρη που κάποτε ήταν φίσκα με κόσμο – και τώρα σκουριάζουν παρατημένα. Οι άνθρωποι κινούνται στους δρόμους σα σκιές, με τα κεφάλια κατεβασμένα. σφιγμένοι…

Όταν το χρηματιστήριο πέφτει, οι αυτοκτονίες αυξάνονται σταθερά. Κάθε φωτογραφία ανθρώπου αφηγείται μια ολόκληρη ιστορία.»

…δήλωσε ο φωτογράφος.

«Στο ξεκίνημα του πρότζεκτ επικεντρωνόμουν μόνο στις μικρές, προσωπικές οικονομικές και κοινωνικές κρίσει των μεμονωμένων ανθρώπων. Τα πράγματα αλλάξαν αστραπιαία όμως: Μεγάλες απεργίες, διαδηλώσεις, οι Αγανακτισμένοι, καψίματα μαγαζιών και κτιρίων – όλα αυτά έγιναν η καθημερινότητα της Αθήνας.

Το κέντρο της Αθήνας, όπως το θυμάμαι πολύ παλιά, ήταν γεμάτο ζωή. Την περίοδο πριν από τους Ολυμπιακούς υπήρχε τεράστια ανάπτυξη.

Μετά το τέλος τους όμως, η πόλη άρχισε να παραπαίει και σύντομα οι δρόμοι ξαναγέμισαν με τζάνκι, μικροπωλητές, μετανάστες και πόρνες. Αλλά για μένα, αυτοί οι άνθρωποι ήταν πάντα εκεί. Τα είχα δει όλα αυτά, όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα στα 11 μου.

Ξεκίνησα να φωτογραφίζω κυρίως τους μετανάστες που ζούσαν σε μικρά νοικιασμένα δωμάτια, οι περισσότεροι χωρίς ελπίδα. Οι γυναίκες εκδίδονται για πέντε ευρώ. Το να περνάω χρόνο μαζί τους έγινε η καθημερινότητά μου.

Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, με πολλά οικογενειακκά προβλήματα, αλλά αυτοί ήταν που με καλοδέχτηκαν όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, μετανάστης κι εγώ.

 

Ήρθαν στην Ελλάδα για ένα καλύτερο μέλλον, αλλά βρήκαν φτώχεια και ρατσισμό. Κάποιοι υπήρξαν θύματα βίας, κάποιοι έχασαν και τη ζωή τους. Γι” αυτούς τους ανθρώπους μιλά το πρότζεκτ μου.

Γεννήθηκα στα Τίρανα της Αλβανίας το 1980. Η οικογένειά μου ήρθε στην Ελλάδα το 1991, όταν τα σύνορα άνοιξαν. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί φεύγαμε.

Θεωρούσα την Αλβανία πολύ όμορφη. Πουλήσαμε ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Πήραμε μαζί μας μόνο κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μια σακούλα με τα ρούχα μας και μπήκαμε σ” ένα λεωφορείο.

Όλο αυτό μου έμοιαζε τρομακτικό και με μπέρδευε, μέχρι που είδα έναν δρόμο γεμάτο με φώτα, διαφημιστικές πινακίδες, μαγαζιά αλλά και μπαρ, όπου και θα γευόμουν την πρώτη μου Κόκα Κόλα.

Για τους πρώτους δυο μήνες, το σπίτι μας ήταν ένα φτηνό δωμάτιο ξενοδοχείου στο κέντρο της Αθήνας. Ζούσαμε στον τρίτο όρορφο, αλλά ο αγαπημένος μου ήταν ο δεύτερος επειδή εκεί ζούσαν νέες όμορφες Ελληνίδες, που εργάζονταν ως ιερόδουλες.

Ήταν οι πρώτοι μου φίλοι. Με άφηναν να μπαίνω στα δωμάτιά τους και τους παρατηρούσα μαγνητισμένος να βάφονται στον καθρέφτη. Αυτά τα κορίτσια με βοήθησαν να μάθω ελληνικά. Οι εικόνες αυτές παραμένουν ανεξίτηλες στο μυαλό μου.

Η Ελλάδα φέρθηκε σκληρά στην οικογένειά μου. Πιστεύαμε ότι θα επιστρέφαμε σπίτι σύντομα, αλλά τα χρόνια πέρασαν, και συναντήσαμε άπειρα προβλήματα, θυσίες, δυσκολίες, ακόμα και ρατσισμό.

Τώρα, 22 χρόνια αργότερα, η Ελλάδα είναι το μέρος που γνώρισα και το Καλό και το Κακό. Είναι το σπίτι μου, και ο πόλεμός μου.

Όπως ξέρουν όλοι, η κατάσταση στην Ελλάδα έγινε εξαιρετικά δύσκολη τα τελευταία έξι χρόνια. Όλα χειροτερεύουν ραγδαία και οι άνθρωποι νιώθουν χαμένοι, και χωρίς ελπίδα. Υποφέρουν – και στις εικόνες μου θέλω να το δείξω αυτό. Δεν θέλω να το αποκρύψω.

Γι” αυτό όμως πιστεύω ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα. Το να δεις κατάματα την πραγματικότητα, ακόμα κι όταν είναι δυσάρεστη, μας δίνει ελπίδα. Ακόμα κι αν κάποιοι από μας είναι πιο τυχεροί, πρέπει να δείξουμε συμπόνια στον πόνο των άλλων.

Θέλω να κάνω τους ανθρώπους να σταματήσουν για ένα λεπτό, ώστε να μπορέσουν να αισθανθούν. Και να σκεφτούν.»

 

 

 

 

 

(Visited 1 times, 1 visits today)
By