Στην ΕΡΤ και στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών επικεντρώνονται οι εφημερίδες

Οι πολιτικές προεκτάσεις του κλεισίματος της ΕΡΤ και η σοβαρή κλιμάκωση της έντασης στην Τουρκία σχολιάζονται εκτενώς από το γερμανικό τύπο.
«Το κλείσιμο της ΕΡΤ διχάζει τον κυβερνητικό συνασπισμό στην Αθήνα» σημειώνει άρθρο του Γκερντ Χέλερ στην εφημερίδα Tagesspiegel του Βερολίνου. Με τίτλο «Η κυβέρνηση σε τηλεοπτική κρίση», σχολιάζει: «Αναμενόταν να είναι μία κίνηση που θα έκοβε το γόρδιο δεσμό και θα αποδείκνυε την αποφασιστικότητα για την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα.
Ο Αντώνης Σαμαράς ήθελε με το κλείσιμο της ΕΡΤ να περάσει ένα μήνυμα. Ωστόσο η μονομερής απόφαση τερματισμού της εκπομπής έριξε τον τρικομματικό συνασπισμό στην πιο βαριά του κρίση μέχρι σήμερα. Οι εταίροι του συντηρητικού πρωθυπουργού (…) δεν θέλουν να μοιραστούν το βάρος της απόφασης. Οι τρεις κομματικοί αρχηγοί συνέρχονται το βράδυ της Δευτέρας σε μία κρίσιμη συνάντηση. Αν δεν βρεθεί συμβιβασμός, θα μπορούσε να διασπαστεί ο κυβερνητικός συνασπισμός. Η πιθανή συνέπεια θα ήταν τότε νέες εκλογές –και νέες εντάσεις για την Ελλάδα. Ένας προεκλογικός αγώνας θα διέκοπτε για τουλάχιστον μερικές εβδομάδες το πρόγραμμα βοήθειας ή θα το τερμάτιζε μάλιστα– αν ερχόταν στην εξουσία το ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ».
Ο Γερμανός αρθρογράφος εκτιμά ότι ο Αντ. Σαμαράς «κάνει με την απόλυση των 2700 εργαζομένων της ΕΡΤ ένα μεγάλο βήμα προσέγγισης στις απαιτήσεις της τρόικας για κατάργηση 4000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα μέχρι το τέλος του χρόνου. Ωστόσο ο Σαμαράς πιθανώς υποτίμησε τις πολιτικές αναταράξεις της απόφασής του».
Σκληρή κριτική στα προγράμματα στήριξης της ελληνικής οικονομίας ασκεί με έκθεσή της η μη κυβερνητική οργάνωση ακτιβιστών Attac. Σχετικό δημοσίευμα της Süddeutsche Zeitung σημειώνει: «Οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης της Attac επιρρίπτουν βαριές κατηγορίες εναντίον της Γερμανίδας καγκελαρίου Μέρκελ και των Ευρωπαίων ομολόγων της. Τα χρήματα για τη διάσωση της Ελλάδας διοχετεύθηκαν κυρίως σε τράπεζες και επενδυτές, αντί για τους Έλληνες πολίτες» υπογραμμίζει η ΜΚΟ.
Το δημοσίευμα της SZ επισημαίνει: «Όλα είναι απλά ‘βιτρίνα’. Αυτό πιστεύουν σε κάθε περίπτωση οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης από την Attac, οι οποίοι συγκέντρωσαν με κοπιώδη εργασία, στοιχεία και γεγονότα για την αντιμετώπιση της Ελλάδας από την Άγκελα Μέρκελ και τους ευρωπαίους εταίρους της. Αποτέλεσμα: Από τα 207 δισ. ευρώ της δανειακής βοήθειας, τα οποία εκταμίευσαν μέχρι σήμερα προς την Αθήνα οι ευρωπαίοι εταίροι και το ΔΝΤ, τα 160 δισ. περίπου δεν διατέθηκαν προς όφελος των ελλήνων πολιτών, αλλά των τραπεζών και των επενδυτών στο εσωτερικό και εξωτερικό».
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Μονάχου, η έκθεση της Attac δεν πλαισιώνει ορισμένα από τα περιεχόμενά της με αποδεικτικά στοιχεία, αφήνοντας παράλληλα αναπάντητο το βασικό ερώτημα, «τι θα είχε συμβεί αλήθεια αν τα κράτη της κοινότητας δεν είχαν σπεύσει να βοηθήσουν την ελληνική κυβέρνηση το 2010».
«Το κίνημα δεν καταστέλλεται με γκλοπ και δακρυγόνα»
Η σοβαρή κλιμάκωση της έντασης στην Τουρκία κυριαρχεί στα ρεπορτάζ και τα σχόλια του γερμανικού τύπου. Η Neue Presse από το Ανόβερο σχολιάζει σχετικά: «Ο Ερντογάν ξέρει πλέον μόνο ένα μέσο: την κτηνώδη βία. Με αυτόν τον τρόπο διχάζει την κοινωνία. Εν μέσω της μανίας του για παντοδυναμία ο Τούρκος πρωθυπουργός περιφρονεί θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα όπως η ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στη διαδήλωση. Όμως, όσο πιο βίαια ενεργεί κατά των διαμαρτυριών, τόσο μεγαλύτερη απήχηση αποκτούν αυτές. Το κίνημα δεν καταστέλλεται με γκλοπ και δακρυγόνα» αποφαίνεται η εφημερίδα.
Επικριτική προς τους χειρισμούς του Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και η Frankfurter Rundschau, η οποία σχολιάζει: «Ο Τούρκος πρωθυπουργός συμπεριφέρεται σαν αυστηρός πατέρας που νουθετεί τα άτακτα παιδιά και αν αυτά δεν πειθαρχήσουν, τα δέρνει. Αυτό είναι ακόμη σύνηθες σε παραδοσιακές οικογένειες. Ωστόσο τώρα έχει μεγαλώσει μία νέα γενιά, η οποία δεν υποκύπτει πλέον στο πατριαρχικό κατεστημένο και ξεσηκώνεται εναντίον του με χιούμορ, χλευασμό και πολιτική ανυπακοή. Αυτοί οι νέοι άνθρωποι είναι η νέα Τουρκία και η καλύτερη απόδειξη ότι η χώρα τους ανήκει στην ΕΕ».
DW