Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Γράφει ο… @I_Nikolopoulos

Τα πιστόλια

@I_NikolopoulosΜια από τις αγαπημένες του ιστορίες, με μια μελαγχολική δόση νοσταλγίας. Ένα πρώιμο παράσημο δημοκρατικής πάλης, για ένα παιδί, έναν σχεδόν έφηβο, που νιώθει στο πετσί του, τι σημαίνει ανελευθερία, φασισμός, ευθεία απειλή της ύπαρξής του.

Μια κάννη στον κρόταφο, κρύο μέταλλο στο δέρμα του, πτυσμένες λέξεις από τον αξιωματικό : «Πού είναι ο πατέρας σου;». Ξημέρωμα 21ης Απριλίου 1967, σε ένα σπίτι στο Ψυχικό.

Η δικτατορία δεν είναι ένα καπρίτσιο κάποιας Κασσάνδρας, ούτε ένας πηχυαίος τίτλος μιας ευλογούσης εφημερίδας, που αναζητά πρόθυμο λοχία, ούτε μια διάλεξη, σε αίθουσα κεντρικού και μεγάλου ξενοδοχείου, μεταξύ τυρού και αχλαδιού για λίγους και καλούς μυημένους , οι οποίοι, όχι μόνο δεν φοβούνται την εκτροπή, αλλά την προσδοκούν και τη σχεδιάζουν και την αναμένουν με λαχτάρα, για να συνεχίσουν (και) τις υπερατλαντικές business as usual.

Η δικτατορία είναι μια χακί στολή και ένα προτεταμένο χέρι και μια απόληξη του σφιγμένου καρπού από μέταλλο, φθόνο και μίσος και πέντε λέξεις, που δε σηκώνουν αντιρρήσεις : «Πού είναι ο πατέρας σου;». Σαράντα τρία χρόνια και δύο μέρες μετά από αυτή την σκηνή, ο ίδιος άνθρωπος, το ίδιο παιδί, ενήλικας πλέον, τρίτος πρωθυπουργός της ίδιας πολιτικής δυναστείας, προαναγγέλλει, σε ζωντανή μετάδοση και σύνδεση από ένα ακριτικό νησί, ότι ο ίδιος βάζει, με την απόφαση προσφυγής στη χρηματοδοτική «στήριξη» (αφαίμαξη) της χώρας, που συμπεριλαμβάνει Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «ένα πιστόλι στο τραπέζι».

Τη φράση επαναλάμβανε, από τότε, σε κάθε ευκαιρία, χωρίς όμως να διευκρινίζεται ούτε να στοιχειοθετείται ότι αυτή τη φορά, το νοερό, κρύο, μέταλλο θα στρεφόταν εναντίον όσων επιβουλεύονται χώρα και δημοκρατία, λεηλατούν δημόσια έσοδα και πόρους, κατακρημνίζουν τις κοινωνίες, για να διασώσουν ολιγαρχίες. Αντίθετα, το πιστόλι, αποσπώμενο από το τραπέζι, όπλισε σύντομα το χέρι ευρωπαίων και ελλήνων αξιωματούχων και μανδαρίνων, που, αφού το απασφάλισαν και το έστρεψαν εναντίον της κοινωνίας, άρχισαν τις δικές τους, καταδικαστικές εκ προοιμίου, ερωτήσεις –διαπιστώσεις, που δε σηκώνουν, εύκολα, αντιρρήσεις, τρία χρόνια τώρα:

«Πού είναι τα χρήματά σου;», «πόσο τεμπέλης και αδίστακτος ήσουν;», «πόση φούσκα πίστωσης κατανάλωσες, με δική σου, αποκλειστικά, ευθύνη;», «καταδικάζεις τη βία από όπου και αν προέρχεται;», «ευρώ ή δραχμή;», «έζησες πάνω από τις δυνατότητές σου;», «φταίνε η Ελλάδα – σοβιέτ, η μεταπολίτευση και η κακή Αριστερά, οι μετανάστες και το δημόσιο, εκείνοι που δε θέλουν επενδύσεις;

Το «πιστόλι στο τραπέζι» έκανε, έως τώρα, αποτελεσματική δουλειά, σε πολλά επίπεδα. Σχεδόν εφάμιλλη του πιστολιού στον κρόταφο, 46 χρόνια πριν.

Και τα δύο, τελείωσαν οριστικά τις αυταπάτες για το πού μπορεί να φθάσει η εγχώρια μεγαλοαστική τάξη, με τις ανάλογες, ξένες πλάτες, όταν τα πράγματα ζορίζουν επικίνδυνα για τα κεκτημένα και τα συμφέροντά της. Αναπροσδιόρισαν την έννοια της κοινωνίας και της οικονομίας «κεντρικού σχεδιασμού», που είναι απευκταία, αν προέρχεται από σοσιαλιστικά εμπνεόμενα κόμματα, κυβερνητικά σχήματα και προτάγματα πλατιάς, λαϊκής νομιμοποίησης, αλλά είναι απολύτως ευκταία από κυβερνήσεις νεοφιλελεύθερου επιχειρηματικού δαιμονίου και σωσιβίου για τη νέα, τραπεζική και εφοπλιστική ολιγαρχία. Μια κοινωνία σε τιμή ευκαιρίας και ξεπουλήματος, μια κοινωνία σε «τιμή Κίνας» δεν τερατογεννιέται, παρά μόνο με οικονομικές κάννες εξάρτησης, στραμμένες στα πλήθη των συγκεντρωμένων διαμαρτυρόμενων στις ευρωπαϊκές Τιεν Αν Μεν της φτώχειας, της ανεργίας, της εκμετάλλευσης, των ανισοτήτων.

Και βέβαια, τα πιστόλια, τότε και σήμερα, έφεραν στο προσκήνιο ξανά, όλους εκείνους τους παραδοσιακούς εχθρούς της δημοκρατίας, που ενδεδυμένοι την προβιά των υποτιθέμενων άσπιλων και νιοφερμένων, έβαλαν, ξανά, τις φαιές στολές τους, οπλίστηκαν με ρόπαλα και στιλέτα, κατήλθαν σαν «ακτιβιστές της Δεξιάς» και στον πολιτικό στίβο, καθαγιάστηκαν από τα ΜΜΕ, με πρόσχημα την κακοποιημένη πολλάκις, ελευθερία του λόγου, και είπαν να πάρουν την εκδίκησή τους, από την ιστορία, τη μνήμη και τη δημοκρατία, βάφοντας και τα χέρια τους με το αίμα μεταναστών (για αρχή). Εξάλλου, ξηλώνοντας το πουλόβερ της μεταπολίτευσης και παλινδρομώντας στον κοινωνικό χρόνο, είναι σαν να γυρίζεις τον μύλο στο περίστροφο της ρωσικής ρουλέτας:

Ποτέ δεν ξέρεις αν η θαλάμη θα έχει τη σφαίρα του αυτοχειριασμού σου, Δημοκρατία της τηλεοπτικοποιημένης Βαϊμάρης.

Στην εγκαθιδρυθείσα Οριακή Δημοκρατία δεν φθάνει παντού το νοερό πιστόλι του τραπεζικού συστήματος. Για την ακρίβεια δεν είναι αρκετό, χρειάζεται, πολλές φορές, η επιστράτευση παραδοσιακότερων μεθόδων.

Όπως μια νυχτερινή έφοδος μαυροφορεμένων κουκουλοφόρων των ειδικών δυνάμεων της στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας, για να αποσπάσει υπόπτους (για… αντίσταση κατά των χρυσοφόρων και καρκινογόνων επενδύσεων) από σπίτια, που τα παιδιά ξυπνούν τρομαγμένα για να λάβουν τη… διαβεβαίωση ότι θα αργήσουν πολύ να δουν τους απαχθέντες γονείς τους.

Ή όταν αντίστοιχες ημιστρατιωτικές μονάδες αστυνομίας βασανίζουν πεινασμένους και διαμαρτυρόμενους κρατουμένους με όργανα ηλεκτρικής εκκένωσης, σε μια εγχώρια εκδοχή του Αμπού Γκράιμπ.

Επιπρόσθετα, η ίδρυση και η λειτουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι επίσης μια προσφιλής μέθοδος πολιτικών σύγχρονου και οικονομικά αποδοτικού κεντρικού σχεδιασμού, προχθές, για μετανάστες, χθες, για ναρκομανείς, σήμερα, για άστεγους, μεθαύριο, για άνεργους όπως έπραξε και η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ουγγαρίας, και από πρώτο χέρι διαπίστωσε το πρόσωπο της ιστορίας μας, στο πρώτο του ταξίδι ως πρωθυπουργός, το (τόσο μακρινό αλλά και τόσο κοντινό) φθινόπωρο του 2009.

Τέλος, οι «εκτατικές καλλιέργειες», κατά την έκφραση του ίδιου προσώπου της ιστορίας μας, σε ορισμένες από τις πιο εύφορες περιοχές της χώρας, ενίοτε ποτίζονται, στην κυριολεξία, με το αίμα των ξένων εργατών γης, όταν πια τα αφεντικά μιμούνται πρακτικές αμερικανικού Νότου και απαρτχάιντ: Όταν δεν καταβάλλονται τα πενιχρά μεροκάματα, το πρόβλημα είναι η ύπαρξη και οι διαμαρτυρόμενες φωνές των εργατών, που καλό είναι να πάρουν ένα αιματηρό μάθημα πειθάρχησης , αν όχι, φυσικής τους εξόντωσης. Είναι βέβαιο ότι για όλα τα παραπάνω, δύσκολα καταθέτει κανείς και ένα υπόμνημα απολογίας.

Συν τοις άλλοις, σε ποιον να απολογηθεί, δε βρίσκει ίσως και τον λόγο. Μοιάζουν τόσο ασύνδετα όλα αυτά, τόσο ξένα, τόσο μακριά των προθέσεων του. Δεν είναι καν άξια λόγου και πιθανό αντικείμενο μιας διάλεξης σε αμερικανικό πανεπιστήμιο.

Εξάλλου, σε αυτές τις διαλέξεις χρειάζεται και κάποιο… τακτ.

Πώς να «φέρεις με τρόπο», σε ένα ακροατήριο, εξοικειωμένο με την οπλοκατοχή και την οπλοχρησία και τα δεκάδες θύματα σε σχολεία και κολέγια, ότι οι Έλληνες, τρία χρόνια τώρα, με πιστόλια, περίστροφα, αγχόνες και δηλητήρια και ελεύθερες πτώσεις από κτήρια, έχουν εξαπολύσει τον δικό τους, εσωτερικό πόλεμο, όχι αλληλοσφαζόμενοι αλλά, αυτοκτονώντας; Δε θα το καταλάβουν, δε θα το συλλάβουν.

Δε θα μπορέσουν να κατανοήσουν καν το, κατά τον Νίκο Σβορώνο, «γνήσιο, αντιστασιακό πνεύμα αυτού του λαού».

Εκεί δε χρειάζεται καμιά ιστορία και κανένα σκουριασμένο σημάδι στον κρόταφο, από τον μαύρο Απρίλη των συνταγματαρχών.

Εκεί δε χρειάζεται καμιά ιστορία και κανένα πιστόλι στο τραπέζι από τον γκρίζο Απρίλη του Καστελόριζου και του Μνημονίου. Εκεί χρειάζεται μια ιστορία ζωής και φυγής ενός Δημήτρη Χριστούλα, ένας ξανθός Απρίλης που στήνει χορό με τον Έρωτα, μπροστά «στα μάτια που δεν είδαν τόπο ενδοξότερο από τούτο το αλωνάκι». Μια ιστορία από ελληνικούς Απρίληδες, όπως εκείνος του ποιητή και του Μεσολογγίου.[space size=»20″]

By