Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

ΚΕΠΕ: Λανθασμένη η αύξηση των φορολογικών συντελεστών

Θα οδηγούσε σε αύξηση της παραοικονομίας

ellada-euro

Λανθασμένη κίνηση χαρακτηρίζει το ΚΕΠΕ μια αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αφού θα οδηγούσαν σε αύξηση της παραοικονομίας, μείωση του μεγέθους της οικονομίας και, τελικά, σε περιορισμό των δημοσίων εσόδων.

Στο Μηνιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων για το Σεπτέμβριο, το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών τονίζει: Εάν θέλουμε να αποφανθούμε για το εάν οι φορολογικοί συντελεστές στην Ελλάδα είναι υψηλοί ή χαμηλοί, δεν θα πρέπει να εξετάσουμε μόνον το ύψος αυτών σε σχέση με των άλλων χωρών.

Θα πρέπει να εξετάσουμε την αποτελεσματικότητα των παρόντων φόρων αλλά και να λάβουμε υπ” όψιν μας τον ρόλο των παρελθόντων φόρων και την κατανομή αυτών στην εμπιστοσύνη που έχουν δημιουργήσει (ή περιορίσει) στους φορολογούμενους πολίτες. Το να πούμε ότι υπάρχουν ανεπτυγμένες χώρες με υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές δεν αρκεί ως επιχείρημα για την αύξησή τους και στην Ελλάδα. Θα πρέπει να εξετάσουμε τι αποτέλεσμα έχουν οι φόροι στις άλλες χώρες και εάν γίνεται χρηστή διαχείριση αυτών.

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλες οι χώρες με υψηλότερο εταιρικό φορολογικό συντελεστή έχουν αποδείξει στους πολίτες τους ότι κάνουν αποτελεσματικότερη χρήση των φόρων τους κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην Ελλάδα.

Τα αποτελέσματα αυτά προσφέρουν και μία εξήγηση στο φλέγον θέμα της παραοικονομίας-φοροδιαφυγής. Οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τα λεφτά τους στο κράτος έχοντας εμπειρία της χρόνιας αναποτελεσματικότητας.

Η ανάλυση του ΚΕΠΕ στηρίχθηκε μόνο στο ύψος του εταιρικού φόρου και παρέβλεψε τους υπόλοιπους πολύ σημαντικούς φόρους, όπως των φυσικών προσώπων (εισοδήματος), εμμέσους φόρους (ΦΠΑ), κλπ. Είναι γεγονός ότι η χώρα σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2014) έχει σχετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές στα περισσότερα είδη φόρων. Η χρήση του εταιρικού φόρου ήταν ενδεικτική και χρήσιμη στην επιλογή των χωρών προς σύγκριση.

Δεδομένου του ύψους της παραοικονομίας στην Ελλάδα (24% σύμφωνα με τον διεθνούς φήμης μελετητή της παραοικονομίας F. Schneider, 2013), θα ήταν μάλλον λανθασμένη οποιαδήποτε αύξηση των φορολογικών συντελεστών, αφού θα οδηγούσαν σε αύξηση της παραοικονομίας, μείωση του μεγέθους της οικονομίας και, τελικώς, σε περιορισμό των δημοσίων εσόδων.

Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι το κράτος δεν πράττει το δικό του μέρος της «συμφωνίας», του «κοινωνικού συμβολαίου», δηλαδή την μετατροπή των φόρων σε έργα και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, τότε τα κίνητρα για φοροδιαφυγή αυξάνουν κατακόρυφα (Feld & Frey, 2007).

Να σημειωθεί ότι από τις χώρες που εξετάσαμε (όλες με μεγαλύτερο συνολικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή από την Ελλάδα, όπως αυτός μετρείται από τον GCI) έχουν, εκτός από την Εσθονία, μικρότερη παραοικονομία από την χώρα μας (Schneider, 2013). Αυτό συμβαίνει γιατί στις χώρες αυτές οι κρατικοί μηχανισμοί έχουν αποδείξει ότι κάνουν (και, κυρίως, έκαναν στο παρελθόν) χρηστότερη διαχείριση των φορολογικών εσόδων από ό,τι στην Ελλάδα.

Η εξήγηση για την Εσθονία που έχει 28% παραοικονομία πιθανόν να έγκειται στο εξής: όπως έχει γράψει ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Douglass North (1990), «history matters», δηλαδή το βεβαρημένο ιστορικό προηγούμενο της Εσθονίας (ως πρώην σοβιετικής δημοκρατίας) έχει μειώσει τον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στο κράτος. Αυτό θέλει χρόνο για να διορθωθεί.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η Ιταλία και η Τσεχία, που δεν έχουν και τόσο καλές επιδόσεις (συνολικά όμως καλύτερες από την Ελλάδα), σύμφωνα με τον Schneider (2013) έχουν μικρότερη παραοικονομία από την Ελλάδα (21% και 16%, αντίστοιχα). Αυτό συμβαίνει επειδή οι πολίτες έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο κράτος ότι οι φόροι τους δεν θα διασπαθιστούν αλλά θα γίνουν ποιοτικά έργα και υπηρεσίες (Schneider and Williams, 2013). Κάτι τέτοιο θέλει χρόνο για να γίνει.

Είναι γεγονός όμως ότι και σε χώρες όπως το Βέλγιο ή η Σουηδία, όπου η αποτελεσματικότητα του κράτους στην ορθολογική χρήση των φόρων είναι λίαν υψηλή, αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για την επιβολή υψηλών φορολογικών συντελεστών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραοικονομία σε Βέλγιο και Σουηδία ναι μεν είναι σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από την Ελλάδα, παραμένει όμως –ακριβώς λόγω των υψηλών φόρων– στα σχετικά υψηλά επίπεδα του 16% και 14%, αντίστοιχα, τα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της Δυτικής Ευρώπης (Schneider, 2013). Υπάρχουν χώρες όπως το Λουξεμβούργο, το Χονγκ Κονγκ, η Σιγκαπούρη, η Ελβετία με πολύ χαμηλότερο τον εταιρικό φορολογικό συντελεστή και με εξ ίσου καλή θέση (αν όχι και καλύτερη σε ορισμένες περιπτώσεις) από το Βέλγιο, την Σουηδία, την Αυστραλία ή τις ΗΠΑ στους υποδείκτες αποτελεσματικότητας που παρουσιάσαμε.

Οι πολίτες ανά τον κόσμο έχουν πλέον αντιληφθεί αυτό που υποστήριζαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν εδώ και πολλά χρόνια οι οικονομολόγοι της Αυστριακής οικονομικής σχολής, ότι δηλαδή το κράτος δεν είναι καλός επιχειρηματίας καθώς δεν έχει το κίνητρο να πράξει τούτο, δεδομένου ότι δεν υπόκειται σε συναγωνισμό, με αποτέλεσμα να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες με τον λιγότερο αποτελεσματικό τρόπο (Mises, 1949• Hayek, 1944• Hazlitt, 1946• Rothbard, 1962• Boettke, 2010). Κάποια κράτη τα καταφέρνουν καλύτερα από κάποια άλλα. Αυτά τα κράτη έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, χαμηλή παραοικονομία και ισχυρή οικονομία.

Κάποια άλλα έχουν μεν υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές αλλά οι πιο αποτελεσματικές δομές τους αποτρέπουν την φοροδιαφυγή. Η χώρα μας, όπως φάνηκε, έχει πολλά περιθώρια βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας των φόρων που καταβάλλουν οι πολίτες (φυσικά ή νομικά πρόσωπα), η οποία με ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών συντελεστών θα μπορούσε να δώσει την πολυπόθητη ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

By