Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Η Μαρία Ρεπούση μιλά για τον εαυτό της και την πολιτική

Μιλά για την οικογένειά της, τις σπουδές της, τον Πειραά και τα «μαθήματα» που πήρε από την ενασχόλησή της με την πολιτική.

repousi2Η βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς που βρέθηκε για μια ακόμα φορά στο επίκεντρο των συζητήσεων με το θέμα του Ζαλόγγου, δίνει τις δικές της απαντήσεις για τη ζωή της και τα πολιτικά της «θέλω».

Η κ. Ρεπούση όπως η ίδια «αφηγήθηκε» τη ζωή της στη Lifo:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πειραιά. Ο Πειραιάς παρέμεινε η πόλη μου, ακόμα και όταν για πολλά χρόνια τη μοιράστηκα με τη Θεσσαλονίκη, όπου δίδασκα στο πανεπιστήμιο.

Ονειρεύομαι και διεκδικώ ο πολιτικός διάλογος να γίνεται με επιχειρήματα και να αφορά ό,τι υποστηρίζει ο καθένας. Έχω βαρεθεί να παραποιούνται οι απόψεις μου για να γίνονται πιο ευάλωτες απ” ό,τι ενδεχομένως είναι.   Τις απόψεις μου τις διαμόρφωσα σιγά-σιγά. Μέσα από τη ζωή και τα πράγματα. Τελείωσα ένα καλό, αλλά συντηρητικό σχολείο, τις Καλόγριες του Πειραιά, και μεγάλωσα σε ένα καλό, αλλά συντηρητικό σπίτι, με μητέρα νοικοκυρά και πατέρα έμπορο, πολιτικά με την ΕΡΕ, φανατικά καραμανλικό. Στα γεράματά του, όταν η ΝΔ ήταν στην αντιπολίτευση και λαΐκιζε, είχε γίνει κρυπτοσημιτικός, αλλά δεν το παραδέχτηκε ποτέ. Ήμασταν τρία αδέλφια, και τα τρία οργανωθήκαμε στην Αριστερά. Στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας ο αδελφός και η αδελφή μου, στον Ρήγα Φεραίο εγώ. Ο πατέρας μας δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι τα παιδιά του βγήκαν Αριστεροί. Ήταν τότε η εποχή του τέλους της δικτατορίας και της αρχής της μεταπολίτευσης και η κομμουνιστική αριστερά παρέμενε το φόβητρο για τον αστικό κόσμο και τη δημοκρατία. Στο σπίτι είχαμε όμως κομματική πολυφωνία και στις εκλογές δίναμε μάχη ποιος θα κερδίσει την ψήφο της μάνας μας, που δεν ήθελε να χαλάσει σε κανένα το χατίρι. Φοβάμαι ότι την κέρδιζε ο αδελφός μου – ήταν βλέπετε γνήσια Ελληνίδα μάνα. Δυστυχώς, απ” όλους έχω τώρα μόνο τον αδελφό μου. Τον Παναγιώτη Ρεπούση, έναν εξαιρετικό γιατρό και καταπληκτικό άνθρωπο.

Οι αντιπαραθέσεις ήταν γενικά στοιχείο της εποχής εκείνης. Εμείς, στην ανανεωτική αριστερά, παλεύαμε με την παντοδύναμη τότε ΚΝΕ στα αμφιθέατρα, στους συλλόγους, παντού. Η γενιά μου, νομίζω, η γενιά του Πολυτεχνείου και της αποχουντοποίησης –όπως αποκαλούσαμε την κάθαρση των πανεπιστημίων απ” όσους θεωρούσαμε ότι είχαν συνεργαστεί με το δικτατορικό καθεστώς– διαμορφώθηκε μέσα από την αντιπαράθεση ιδεών και αντιλήψεων, ακόμα και μέσα στον ίδιο πολιτικό φορέα. Μάχη ιδεών γινόταν χωρίς υστεροβουλία και δεύτερες σκέψεις. Παρέμεινα στην ανανεωτική αριστερά, αρχικά στη νεολαία του Ρήγα και στο ΚΚΕ εσωτερικού αργότερα –μέλος της Κ.Ε.–, μέχρι τη διάσπασή του το 1986. Η διαδικασία μέχρι τη διάσπαση υπήρξε για μένα τραυματική και μέτρησε κι αυτή πολύ για τη μη επανένταξή μου στα σχήματα που δημιουργήθηκαν μετά τη διάσπαση. Παρέμεινα έκτοτε ανένταχτη αριστερή, στον ίδιο πάντα χώρο σκέψης και πολιτικής πρακτικής, και συμμετείχα όπου άκουγα τους ήχους της ανανεωτικής αριστεράς, λίγο στο Λιμάνι της Αγωνίας, μια σημαντική δημοτική αυτοδιοικητική κίνηση στον Πειραιά, περισσότερο στον Όμιλο Προβληματισμού και Παρέμβασης που ίδρυσε το 2006 ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, την Αριστερά Σήμερα. Ταυτόχρονα, συμμετείχα σε κινήσεις που είχαν να πουν πράγματα για το πανεπιστήμιο, για παράδειγμα, και την ανάγκη μεταρρύθμισής του.

Εντάχθηκα στη Δημοκρατική Αριστερά με την ίδρυσή της. Ως Όμιλος Παπαγιαννάκη είμαστε κατά κάποιον τρόπο συνιδρυτικός φορέας της. Την είδα ως συνέχεια του ανανεωτικού εγχειρήματος που είχε οδηγηθεί σε αποτυχία. Δεν ήταν ενδεχομένως τότε η εποχή του. Όλη η κοινωνία φώναζε «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κι εμείς θεωρούσαμε ότι η ένταξή μας στην ΕΟΚ ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να μας συμβεί. Κάναμε και λάθη προφανώς, αλλά όποιος δρα κάνει και λάθη. Με τη ΔΗΜ.ΑΡ. σκέφτηκα ότι η συγκυρία θα ήταν περισσότερο ευνοϊκή για να σχεδιάσουμε μια πολιτική που δεν βολεύεται στην καταγγελία και στις κραυγές, για ν” αρθρώσουμε έναν υπεύθυνο αριστερό πολιτικό προγραμματικό λόγο. Σιγά-σιγά ήρθαν και τα υπόλοιπα. Εκλογή στην Κεντρική Επιτροπή της ΔΗΜ.ΑΡ. στο ιδρυτικό τη συνέδριο, μετά στην Εκτελεστική Επιτροπή με πρόταση του προέδρου και μετά η υπευθυνότητα του τομέα παιδείας και έρευνας της ΔΗΜ.ΑΡ. στο πλαίσιο των εκεί καταμερισμών. Η ΔΗΜ.ΑΡ. έγινε η πολιτική μου οικογένεια, όταν είχε 2% με 2,5% στις δημοσκοπήσεις. Τότε δεν υπήρχε συνωστισμός. Μετά ήρθε η υποψηφιότητά μου στο ψηφοδέλτιο του Πειραιά και ξαφνικά ο συνωστισμός εμφανίστηκε εκ νέου, εντός και εκτός κόμματος.

Έκανα την προεκλογική εκστρατεία εν μέσω συνωστισμού. Οι περισσότεροι δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο μου, αλλά όλοι είχαν άποψη για το τι έγραφε και τι έπρεπε να γράφει. Κυκλοφορούσα με το βιβλίο και φωτοτυπίες. Κατάλαβα κάποια στιγμή ότι δεν είχε νόημα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κλειστά τα μάτια και τ” αυτιά τους. Δεν ήθελαν ν” ακούσουν. Δεν ήταν ευτυχώς οι μόνοι που συνάντησα. Υπήρχε ένα κοινό που με γνώριζε από παλιά ή με είχε διαβάσει και με είχε ακούσει. Δεν ψήφιζαν όλοι ΔΗΜ.ΑΡ., ήταν οριζόντια απλωμένοι από την κεντροαριστερά μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ. Ελπίζω ότι συνέβαλα στην προσέγγισή τους με τη δική μας αριστερά. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογών δέχτηκα απίστευτη πίεση. Στον συνωστισμό είχε προστεθεί η γενοκτονία των Ποντίων. Η απουσία μου από τη Βουλή τη στιγμή της τήρησης ενός λεπτού σιγής για τη γενοκτονία των Ποντίων είχε μαγνητοσκοπηθεί και είχε κυκλοφορήσει στον έντυπο, ηλεκτρονικό Τύπο και σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία με σταύρωναν να ομολογήσω αν έγινε ή όχι η συγκεκριμένη γενοκτονία. Καμία ανακοίνωση περί σεβασμού της μνήμης του ποντιακού ελληνισμού δεν ήταν αρκετή για να ικανοποιήσει την αντίπαλη μεριά. Και ενώ συνέβαιναν αυτά, ο θάνατος είχε εγκατασταθεί στο σπίτι μας και πάλευε να πάρει τη μικρότερη αδελφή μου. Τα κατάφερε, τελικά, αμέσως μετά τις εκλογές. Ήξερα, λοιπόν, πολύ καλά ότι τα σημαντικά ήταν αλλού.

Με την ιστορία συναντήθηκα ουσιαστικά στο τέλος των μαθητικών μου χρόνων, όταν διάβαζα για το πανεπιστήμιο. Και γοητεύθηκα, παρόλο που επρόκειτο για μια ιστορία γεμάτη με πολέμους, ήρωες και γεγονότα που έπρεπε να αποστηθίσω για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Από τότε έφτιαξα μόνιμη σχέση μαζί της, πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακά, διδασκαλία και έρευνα. Τη σχέση αυτή με την ιστορία προσπαθώ και τώρα να κρατήσω συμβολικά ζωντανή, ούσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Καταρχάς, προσπαθώ να μην την προδώσω. Δεν είναι ότι δεν με δυσκολεύει. Τα “φεραν έτσι η ζωή και οι χρόνοι που μου ζητείται να πάψω να σκέπτομαι ιστορικά και να σκέπτομαι πολιτικά ή και πολιτικάντικα.   Τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, πήγα για μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι, όπου ανακάλυψα έναν καινούριο κόσμο, συναντήθηκα με νέες ιδέες, αυτήν τη φορά φεμινιστικές. Ήταν η εποχή που οι γυναίκες έκαναν αισθητή την παρουσία τους, διεκδικώντας πλήρη ανθρώπινα δικαιώματα. Οι ιδέες αυτές με καθόρισαν όσο και η Αριστερά. Αριστερά και φεμινισμός είναι με κάποιον τρόπο οι πυλώνες της ιδεολογικής και πολιτικής μου συγκρότησης.

Οι σπουδές μου, τώρα, αν λένε κάτι για μένα… Τελείωσα, όπως σας είπα, ένα ελληνογαλλικό σχολείο στον Πειραιά. Πήρα δύο πτυχία από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το πρώτο Γαλλικής Φιλολογίας και το δεύτερο Ιστορίας-Αρχαιολογίας. Έκανα μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη, στο Παρίσι. Εκεί πήρα δύο μεταπτυχιακά διπλώματα, ένα στην Ιστορία και το δεύτερο στις Πολιτικές Επιστήμες. Στο ίδιο πανεπιστήμιο υποστήριξα και το διδακτορικό μου στην Ιστορία. Στο κέντρο του ήταν η κρίσιμη τριετία 1919-1922 και στην περιφέρειά του οι δύο εθνικισμοί από τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Δυσκολεύτηκα πολύ να το τελειώσω διότι στο διάστημα της συγγραφής του έκανα οικογένεια και γέννησα τις δυο μου κόρες, τη Μυρτώ και την Άννα.

Πρόσφατα βρέθηκα και πάλι στο μάτι του κυκλώνα. Δεν το επέλεξα και δεν είναι κάτι που το θέλω, και, πολύ περισσότερο, που το επιδιώκω. Είμαι, φαίνεται, εύκολος στόχος και με μία έννοια, παρόλο που ίσως δεν μου φαίνεται, αφελής. Το προτιμώ, βέβαια, από την καχυποψία. Δεν μπορώ να στέλνω μέιλ και να υποψιάζομαι ότι θα διαρρεύσουν. Ή πήγα, για παράδειγμα, σε μια ραδιοφωνική εκπομπή να μιλήσω με έναν δημοσιογράφο, που όση ώρα κράτησε η συνέντευξη, προσπαθούσε να βγάλει λαγό. Έφτασε μέχρι τον χορό του Ζαλόγγου ο άνθρωπος. Δεν του απάντησα και χρειάστηκε να κάνει μετά μια σχετική κοπτορραπτική για να πετύχει ένα καλό αποτέλεσμα. Και το πέτυχε. Την άλλη ημέρα έπαιζε παντού ότι η Ρεπούση αρνήθηκε το Ζάλογγο.

Οι φίλοι μού συμπαραστέκονται πολύ. Τηλεφωνήματα, μέιλ, «βάστα Μαρία», είμαστε περήφανοι για σένα. Βαστάω, βρε παιδιά, αλλά βάλτε κι εσείς καμία πλάτη. Στο τέλος δεν θα μπορούμε να μιλήσουμε. Και όσο δεν μιλάμε, τόσο ο εθνικολαϊκισμός θα μεγαλώνει. Αυτή είναι η μεγάλη δεξαμενή της Χρυσής Αυγής. Πώς νομίζετε ότι ανεβαίνει; Ανεβαίνει διότι εμείς σιωπούμε είτε γιατί δεν είναι η ώρα, είτε γιατί θα χάσουμε ψήφους, είτε γιατί φοβόμαστε να εκτεθούμε, είτε γιατί προβάλλουμε αυτά που μας χωρίζουν και όχι αυτά που μας ενώνουν, είτε… είτε. Το έζησα και με την υπόθεση του βιβλίου της 6ης Δημοτικού. Αντί να δούμε το μείζον, το τσουνάμι που ερχόταν, εμείς διυλίζαμε τον κώνωπα και καταπίναμε την κάμηλον.

(Visited 1 times, 1 visits today)
By