Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

ΥΠΟΙΚ: Υπερδιπλάσιο το κόστος για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ

«Επιπλέον δυσμενείς παράπλευρες επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας»

ellada-euro

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ βασίζονται σε μία εσφαλμένη θεώρηση της λειτουργίας της οικονομίας και της πηγής των σημερινών προβλημάτων υποστηρίζει το υπουργείο Οικονομικών σε ανακοίνωσή του.

Όπως αναφέρει, η ελληνική οικονομία έχει πρόβλημα προσφοράς και όχι ζήτησης. Εάν η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας δεν βελτιωθεί, η όποια αύξηση της ζήτησης θα μετατραπεί σε εισαγωγές και όχι ανάπτυξη. Ασκει μάλιστα κριτική λέγοντας ότι κοινωνικά μέτρα, τα οποία παρουσιάζονται ως νέες προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, είτε εφαρμόζονται ήδη από την Κυβέρνηση (πχ. παροχή επιδόματος στέγασης, κοινωνικά τιμολόγια ΔΕΗ, περισσότερες δόσεις για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μείωση κόκκινων δανείων, αξιοποίηση πόρων ΕΣΠΑ), είτε είναι στο τελικό στάδιο της υλοποίησής τους.

Κατά το υπουργείο Οικονομικών, οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ, πέραν τη ανάγκης χρηματοδότησής τους, έχουν επιπλέον δυσμενείς παράπλευρες επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, μεταξύ άλλων, λόγω της απότομης φυγής κεφαλαίων από τη χώρα, της αύξησης του κόστους δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, του παγώματος των ιδιωτικοποιήσεων και νέων επενδύσεων από το εξωτερικό, της αρνητικής επίπτωσης στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων, της επιβάρυνσης της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών και της απώλειας πόρων από το ΕΣΠΑ από μία ρήξη με την ΕΕ. Η έμμεση αυτή επίπτωση στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας θα είναι πολλές εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ της χώρας σε μόνιμη βάση. Θα ανατραπεί έτσι η προσπάθεια των τελευταίων ετών για ανάταξης της οικονομίας, θα χαθεί η ευκαιρία της ανάπτυξης που τώρα θεμελιώνουμε, και η χώρα καταδικάζεται σε δεκαετίες μαρασμού, ακόμα μεγαλύτερης ανεργίας, και περαιτέρω συρρίκνωσης του βιοτικού επιπέδου.

Οι αντιφάσεις

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ εμπεριέχουν μία περαιτέρω θεμελιώδη αντίφαση: ενώ οι πηγές χρηματοδότησης που επικαλούνται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα προκύψουν στο μακροχρόνιο διάστημα, δηλαδή μελλοντικά, οι δαπάνες τις οποίες προβλέπει το πρόγραμμα αναλαμβάνονται άμεσα.

Αυτό δημιουργεί άμεσο χρηματοδοτικό κενό και την ανάγκη δανεισμού, ο οποίος όμως δανεισμός για την διεξαγωγή επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής είναι αδύνατος. Ειδικότερα, οι εκτιμήσεις εσόδων από την σύλληψη της φοροδιαφυγής δύσκολα ποσοτικοποιούνται, ορισμένα δε από τα μέτρα που εισηγείται το πρόγραμμα αντιστρατεύονται το στόχο της σύλληψης της φοροδιαφυγής. Ομοίως, και οι εκτιμήσεις εσόδων από τη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών και ανακατανομής πόρων από το ΕΣΠΑ και το αποθεματικό του ΤΧΣ δεν τεκμηριώνονται.

Εφόσον εκληφθούν κυριολεκτικά οι δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι προτάσεις γίνονται υπό συνθήκες ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, δηλαδή χωρίς την προοπτική του δανεισμού, τα προτεινόμενα μέτρα θα πρέπει να αντισταθμιστούν με αύξηση εσόδων από φόρους κατά περίπου €14 δισ. ή €2.700 κατ’ έτος ανά οικονομικά ενεργό πολίτη, χωρίς καν να λαμβάνεται υπόψιν το κόστος της διαγραφής ιδιωτικών χρεών.

Οι αναφορές περί μεταφοράς του φορολογικού βάρους «στους πλουσίους» εμφανίζονται ως κενές περιεχομένου δεδομένου ότι οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής υπέρογκων φορολογικών συντελεστών θα οδηγούσε στην αυτόματη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό, καθώς και ότι στην Ελλάδα εισοδήματα άνω των €100.000 ετησίως δηλώνει μόλις το 0,5% των φορολογουμένων. Αναγκαστικά λοιπόν, η φορολογία θα βαρύνει όσους δηλώνουν ετήσια εισοδήματα μεταξύ €20.000-50.000, ήτοι περίπου 1.500.000 φορολογούμενους.

Οι εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν ξεκάθαρη κοστολόγηση. Μετά από ενδελεχή έλεγχο με τις υπηρεσίες προκύπτει ότι το άμεσο δημοσιονομικό κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ το οποίο επιβαρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις, και μόνο για το 1ο έτος, υπερβαίνει τα 17,2 δισ. ευρώ (και πάλι χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το κόστος της διαγραφής ιδιωτικών χρεών) έναντι €9,362 δισ. που διατείνεται ο ΣΥΡΙΖΑ (€11,362 δισ. συνολική αποτίμηση μείον €2δισ. για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών που αναλύεται ξεχωριστά).

Ενδεικτικό της προχειρότητας με την οποία έχει καταρτιστεί η κοστολόγηση είναι ότι η εξαγγελία περιλαμβάνει αύξηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €4δισ., τα οποία όμως στην συνέχεια παραλείπονται από την κοστολόγηση! Αυτά τα €17,2 δισ. θα αύξαναν το έλλειμμα της χώρας κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, σε σχέση με πλεόνασμα 1.5% σήμερα, οδηγώντας τη χώρα πίσω σε δημοσιονομική κρίση. Εάν προστεθεί και μία –μετριοπαθής- εκτίμηση κόστους €10 δισ. για τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών, το κόστος των εξαγγελιών ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύεται στα €27,2 δισ. ή 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ επιπλέον έλλειμμα.

Η εκτίμηση αυτή θα πρέπει να θεωρηθεί ως το ελάχιστο όριο, καθώς η αποφυγή παροχής αριθμητικών δεδομένων και συγκεκριμενοποίησης των προϋποθέσεων εφαρμογής ορισμένων από τα προτεινόμενα μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ καθιστά αδύνατη την ακριβή εκτίμησή τους και, έτσι, παρατίθενται συντηρητικοί υπολογισμοί.

Τέλος, πέραν από την επίπτωση των μέτρων στο δημοσιονομικό έλλειμμα, υπάρχει και άμεσο δημοσιονομικό κόστος από τη διαγραφή ιδιωτικών χρεών. Αυτή δύναται να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος κατά 5 με 10 μονάδες του ΑΕΠ (€10-20 δισ.), ανάλογα με την τελική έκβαση της ρύθμισης.

Συμπερασματικά, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται σε λάθος συνταγή και ανατρέπει την προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας. Δεν λύνει προβλήματα, ενώ δημιουργεί νέα. Οδηγεί στην απώλεια αξιοπιστίας, είτε σε νέο δανεισμό με υψηλό κόστος είτε σε νέα φορολόγηση της μεσαίας τάξης, στην επιδείνωση του χρηματοοικονομικού συστήματος, στη φυγή των κεφαλαίων από τη χώρα μας και σε ρήξη με τους εταίρους μας.

Ακόμα και με την τιμολόγηση του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για τουλάχιστον €11,3δισ. κόστος, θα βρεθούμε απέναντι στις αγορές, που θα ζητούν δυσθεώρητα επιτόκια για να δανείσουν τη χώρα, απέναντι στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία θα κλείσει την κάνουλα της φτηνής χρηματοδότησης, και απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους μας που, στην πιο αισιόδοξη περίπτωση, θα δυσχεράνουν την απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ. Η ανεργία θα αρχίσει πάλι να αυξάνεται, και η νεολαία θα αναζητεί με ακόμα μεγαλύτερη σπουδή την τύχη της στο εξωτερικό. Οι προοπτικές της χώρας θα επιδεινωθούν.

Οι παράπλευρες απώλειες

Οπως σημειώνει το υπουργείο Οικονομικών, στην προηγούμενη ανάλυση δεν περιλαμβάνονται βασικές αρνητικές επιπτώσεις των εξαγγελιών που ανεβάζουν ακόμη περισσότερο το κόστος για την Ελληνική οικονομία, εάν αυτές υλοποιηθούν:

  1. Η ρήξη με την ΕΕ θα απέφερε απώλεια πόρων από το ΕΣΠΑ (στους οποίους υπολογίζει ο ΣΥΡΙΖΑ για να χρηματοδοτήσει το πρόγραμμά του), με δυσμενείς συνέπειες για τους έλληνες πολίτες, κυρίως τους αγρότες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
  2. Η αύξηση του κόστους δανεισμού την οποία συνεπάγεται ο εκ νέου δημοσιονομικός εκτροχιασμός θα είχε δυσμενείς συνέπειες, όχι μόνο για τα δημόσια οικονομικά, αλλά και τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα.
  3. Η φυγή κεφαλαίων από τη χώρα, λόγω της απώλειας εμπιστοσύνης στις προοπτικές της χώρας και της αύξησης της φορολογίας, θα είχε δυσμενείς συνέπειες για τη ρευστότητα της οικονομίας και την απασχόληση.
  4. Η αρνητική επίπτωση στη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών ταμείων των ασφαλιστικών ταμείων, με κόστος για τους Έλληνες συνταξιούχους.
  5. Η επιβάρυνση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, δεν θα επιβάρυνε μόνο τον φορολογούμενο που θα κληθεί να τις ανακεφαλαιοποιήσει, αλλά και την ασφάλεια των καταθέσεων των νοικοκυριών και της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ενισχύοντας την πιστωτική ασφυξία.

Δεν υπάρχει καμία τεκμηρίωση ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ θα έχει αναπτυξιακό αποτέλεσμα (πέρα από το δημοσιονομικό της κόστος). Αντιθέτως, είναι πολύ πιθανό ότι θα επιδράσει αυξητικά στο ποσοστό ανεργίας και θα πλήξει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, κυρίως των εξαγωγικών επιχειρήσεων, σε μία εποχή που η ανταγωνιστικότητα ανακάμπτει. Δυστυχώς, το επίπεδο των μισθών σε μία οικονομία δεν καθορίζεται με νομοθετικές ρυθμίσεις. Αν ήταν έτσι, η Κούβα και η Βόρειος Κορέα θα είχαν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον πλανήτη.

Η αλήθεια είναι ότι βιώσιμη αύξηση των μισθών μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας και των επιδόσεων της οικονομίας, την ενσωμάτωση γνώσης και τεχνολογίας στην παραγωγή και την εξάλειψη των στρεβλώσεων στην οικονομία και τη δημόσια διοίκηση. Αυτός ο στόχος υπηρετείται από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τις οποίες προωθεί η Κυβέρνηση. Με την ανάκαμψη της οικονομίας που αρχίζει από φέτος και με δομικά μέτρα αύξησης της παραγωγικότητας, στοχεύουμε σε σημαντική, βιώσιμη και συνεχή αύξηση όλων των μισθών τα επόμενα χρόνια.

By