Για τους πρώτους 4 με 5 μήνες του 2017 η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της χωρίς να λάβει νέο δάνειο από τον μηχανισμό στήριξης, υποστηρίζει η Εurobank σε ειδική μελέτη της για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έως το τέλος του προγράμματος και για την πορεία του ελληνικού χρέους.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αναμένεται να ανέλθουν σε 16,9 δισ. ευρώ το 2017 και 9,6 δισ. την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2018. Δηλαδή, μέχρι το τέλος του προγράμματος το σύνολο των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας ανέρχεται στα 26,8 δισ. ευρώ.
«Στον βαθμό που θα αποφευχθούν σοβαρές καθυστερήσεις στις προγραμματισμένες εκταμιεύσεις των δανείων του επίσημου τομέα, οι εν λόγω ανάγκες αναμένεται να καλυφθούν επαρκώς μέσω εγχώριων πόρων (πρωτογενές πλεόνασμα και έσοδα από το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας), καθώς και της διαθέσιμης χρηματοδότησης από το υφιστάμενο πρόγραμμα προσαρμογής», υποστηρίζει η τράπεζα.
Ο Ιούλιος αναμένεται να είναι ο πλέον απαιτητικός μήνας του 2017 όσον αφορά το κόστος εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, με την αντίστοιχη δαπάνη να διαμορφώνεται σε περίπου 7,4 δισ. ευρώ ( 6,6 δισ. ευρώ για την πληρωμή χρεολυσίων και 0,8 δισ. ευρώ για την πληρωμή τόκων).
Η μέση δαπάνη για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους (εκτός Ιουλίου) αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα των 0,75 δισ. ευρώ ανά μήνα.
Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου είναι επαρκή για την κάλυψη των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους τους πρώτους 4-5 μήνες του τρέχοντος έτους, ακόμη και χωρίς να υπάρξει νέα εξωτερική χρηματοδότησης της χώρας στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος.
Κρίσιμη η επιστροφή στις αγορές
Παράλληλα, η Eurobank εκτιμά ότι ακόμη και σε περίπτωση απουσίας μέτρων μεσομακροπρόθεσμου χαρακτήρα για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να καλύψει τις καθαρές δανειακές ανάγκες της 5ετούς περιόδου μετά το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος (2019-2023) μέσω σχετικά περιορισμένου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (της τάξεως των 7,5 δισ ευρώ ετησίως κατά μέσον όρο). «Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου θα ήταν η σταδιακή επανάκτηση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές πριν από το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος» κατά τη Eurobank.
Ωστόσο, σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η απουσία περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους «θα απαιτούσε την εξασφάλιση σημαντικά υψηλότερου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας» αναφέρεται στη μελέτη της τράπεζας. Μάλιστα, οι οικονομολόγοι της επισημαίνουν πως ενδεικτικά, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου, ο δανεισμός αυτός θα έπρεπε να ανέλθει, κατά μέσον όρο, σε επίπεδα άνω των 20 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2023-2033, σε περίπου 50 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2034-2043 και σε 80 δισ. ευρώ με 110 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2044-2060.
«Εν κατακλείδι, οι ανωτέρω εκτιμήσεις υποστηρίζουν την αναγκαιότητα περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους από τους πιστωτές του επίσημου τομέα» υποστηρίζει η Eurobank. Και συμπληρώνει ότι «αυτό κρίνεται αναγκαίο για την αντιμετώπιση των σημαντικών προκλήσεων χρηματοδότησης που θα αντιμετωπίσει το ελληνικό Δημόσιο μετά το 2023».