Η τρίτη δολοφονία ηγετικού στελέχους του οπαδικού κινήματος σε πέντε χρόνια αποδεικνύει για άλλη μια φορά τις στενές σχέσεις που έχει η Μαφία με τους οπαδούς στην Ιταλία, εκεί που οι μπίζνες γίνονται τόσο μέσα όσο και έξω από τα γήπεδα.
Η είδηση έφτασε λίγο μετά την έναρξη του αγώνα με τη Σαμπντόρια το περασμένο Σάββατο και άφησε τους οργανωμένους οπαδούς «παγωμένους». Κάποιοι άρχισαν να μαζεύουν τα πανό τους, τα συνθήματα σταμάτησαν, δεν πανηγύρισαν καν το γκολ του Νικολό Μπαρέλα και άρχισαν να αποχωρούν σε ένδειξη πένθους.
Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να επιβεβαιωθεί το συμβάν. Ο 69χρονος Βιτόριο Μποϊόκι, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους οπαδούς στην Ιταλία, επι δεκαετίες ηγέτης των ultras της Ίντερ, εκτελέστηκε με πέντε σφαίρες από δύο πληρωμένους δολοφόνους κοντά στο σπίτι του, στα δυτικά προάστια του Μιλάνου. Δεν μπορούσε, έτσι κι αλλιώς, να πάει στο γήπεδο καθώς ένα από τα περιοριστικά μέτρα μετά την αποφυλάκισή του ήταν να παραμένει σε απόσταση δύο χιλιομέτρων μακριά από το «Τζουζέπε Μεάτσα».
Η δολοφονία του Βιτόριο Μποϊόκι, ενός εκ των ηγετών των ultras της Ιντερ, απασχολεί καθημερινά την αστυνομία και τα ΜΜΕ της Ιταλίας. τα τηλέφωνα που χρησιμοποιούσε ο Μποϊόκι ήταν υπό παρακολούθηση από την αστυνομία. Ήταν ένας ποινικός που είχε στο… βιογραφικό του καταδίκες 26 ετών για ναρκωτικά, εκβιασμούς, σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, με την Κόζα Νόστρα.
Το ποδόσφαιρο ήταν, μάλλον, η πιο… αθώα ενασχόλησή του. Αν και από αυτό έβγαζε χρήματα με αμφιλεγόμενο τρόπο. Είναι χαρακτηριστική μια από τις συνομιλίες του που έχει στην κατοχή της η αστυνομία. «Μη μιλάς καθόλου, όλα πάνε καλά, βγάζουμε 80.000 ευρώ τον μήνα από τα πάρκινγκ στο Μεάτσα και τα εισιτήρια στην curva»… Ποιους ενόχλησε αυτή η δραστηριότητα υπό τον Μποϊόκι; Κάποιους που ήθελαν μερίδιο στα κέρδη;
Όπως, λοιπόν, είναι λογικό, οι έρευνες της αστυνομίας για τους δολοφόνους, για τους φυσικούς και για τους ηθικούς αυτουργούς, στρέφονται προς πάσα κατεύθυνση με δεδομένη την «πλούσια» δράση του θύματος. Ποιοι ήταν αυτοί που έδωσαν την διαταγή για την εκτέλεση; Και ποιοι αυτοί που την πραγματοποίησαν;
Το μόνο σίγουρο για τις ιταλικές αστυνομικές αρχές είναι ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο Μποϊόκι πέρασε σχεδόν τρεις δεκαετίες στη φυλακή έχοντας συνολικά δέκα καταδίκες. Μπήκε στη φυλακή στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και βγήκε το 2018. Και αυτή η εμπειρία του ήταν «πολύτιμη» για να δημιουργήσει και νέες επαφές, για να ανοίξει νέους… επαγγελματικούς δρόμους.
Το πρόβλημα ήταν ότι μετά από 26 χρόνια εγκλεισμού βγήκε σε έναν κόσμο στον οποίο ακόμα και ο υπόκοσμος είχε αλλάξει, λειτουργούσε πια με άλλους κανόνες, άλλοι έκαναν κουμάντο. Ακόμα και η εξέδρα των οργανωμένων της Ίντερ χωρίστηκε στα δύο: από τη μια οι νεότεροι, από την άλλη η παλιά φρουρά.
Υπόθεση Diabolik
Πρόκειται για την τρίτη δολοφονία τα τελευταία χρόνια ενός ανθρώπου που ανήκει στο οργανωμένο έγκλημα, αλλά και στο οπαδικό κίνημα.
Το απόγευμα της 7ης Αυγούστου 2019, στο Πάρκο ντέλι Ακεντότι, ο 53χρονος Φαμπρίτσο Πισιτέλι, ο περίφημος Diabolik, έπεφτε νεκρός έχοντας δεχθεί εξ επαφής πυροβολισμό πίσω από το αυτί. Το χτύπημα ήταν επαγγελματικό. Ήταν ο αρχηγός των οργανωμένων οπαδών της Λάτσιο, των «Irriducibili», οι οποίοι πολύ συχνά κατηγορούνται για τις σχέσεις τους με τον φασισμό και το ναζισμό.
Στο πλαίσιο της έρευνας για εκείνη την δολοφονία αποκαλύφθηκε πως ο Πισιτέλι είχε σχέσεις με την Καμόρα, τη μαφία στη Νάπολη, ενώ στους τραπεζικούς λογαριασμούς του βρέθηκαν περισσότερα από τρία εκατομμύρια ευρώ. Στο γήπεδο ήταν ο αρχηγός των οπαδών των «λατσιάλι», έξω από αυτό έκανε κουμάντο στον υπόκοσμο της Ρώμης. Και ίσως όχι μόνο εκεί…
Ο Πισιτέλι κινείτο στον κόσμο των ναρκωτικών ως συνεργάτης του Μικέλε Σενέσε, ενός Ναπολιτάνου, ο οποίος χρησιμοποιούσε τους ultras της Λάτσιο για προστασία, αλλά και για να κάνουν τις δουλειές που ήθελαν νταηλίκια. Ο Diabolik χρειάστηκε μόλις τέσσερα χρόνια για να φτάσει στην κορυφή, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί στις τάξεις των ultras.
Μετά την κηδεία του, η οποία έγινε παρουσία της αστυνομίας, μια από τις κόρες του Πισιτέλι έγραψε μια επιστολή…
«Σήμερα, σε αντίθεση με ό,τι σας δείχνουν στην τηλεόραση, ήμουν στην κηδεία του πατέρα μου, κάτι που ο αρχηγός της αστυνομίας μάλλον ξέχασε, όπως το ξέχασαν και τα τσακάλια οι δημοσιογράφοι (γιατί μόνο τα τσακάλια χαίρονται με τις κακοτυχίες των άλλων).
Ο αρχηγός της αστυνομίας δημιούργησε, στο τέλος της τελετής, πηγαίνοντας κόντρα σε όσα είχαν συμφωνηθεί, μια απίστευτη δυσφορία, τόσο στους συνεργάτες του όσο και σε εμάς της οικογένειας.
Ξεκάθαρα ο αρχηγός της αστυνομίας… έπρεπε να προκαλέσει αυτή τη δυσφορία για να ενισχύσει την αρχική του θέση, για να δώσει δίκιο στον Τύπο, ή καλύτερα θα του είχε στοιχίσει ακριβά αν ο Τύπος είχε γράψει ότι όλοι όσοι βρέθηκαν στην κηδεία είχαν κρατήσει (όπως είχαν υποσχεθεί) μια σωστή και σεβάσμια συμπεριφορά προς την οικογένεια και προς τον πατέρα μου.
Αποφάσισαν, έπειτα από δύο εβδομάδες δοκιμασίας (η οποία ακόμη συνεχίζεται με δεδομένο ότι δεν έχουν βρει τον δολοφόνο), να αφήσουν το φέρετρο του πατέρα μου μόνο του κάτω από τον ήλιο για δύο ώρες, επειδή ο αρχηγός της αστυνομίας απαγόρευσε στη νεκροφόρα να περάσει μέσα από τους οπαδούς, παραβιάζοντας τη συμφωνία που είχαμε κάνει. Βασικά, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι στην κηδεία ακολουθήθηκε ένα πρόγραμμα που εμείς τηρήσαμε αλλά αυτός “όχι”, γιατί σε αντίθεση με τον αρχηγό της αστυνομίας, στο σπίτι μου όταν δίνουμε τον λόγο μας, τον κρατάμε.
Θα ήθελα να μπορούσα να σας δείξω τους συνεργάτες του αρχηγού της αστυνομίας να κουνάνε τα κεφάλια τους, πικραμένοι για αυτά που έκαναν. Θα ήθελα να μπορούσα να σας δείξω τη μητέρα μου πεσμένη στο έδαφος την ημέρα της κηδείας του συζύγου της. Θα ήθελα να μπορούσα να σας δείξω εμάς τις κόρες του, να μας ακολουθούν οι δημοσιογράφοι από την εκκλησία, όπου φιλήσαμε για τελευταία φορά τον πατέρα μας, μέχρι την ταφή στο νεκροταφείο (φτάνοντας εκεί με 130 χλμ./ώρα και με τις σειρήνες στα περιπολικά να σφυρίζουν δυνατά λες και ήταν καταδίωξη). Θα ήθελα να μπορούσα να σας δείξω τον παππού μου με το οξυγόνο, για δύο ώρες μέσα σε ένα αυτοκίνητο κάτω από τον ήλιο, να περιμένει για να μπορέσει να ακολουθήσει τον γιο του. Θα ήθελα να μπορούσα να σας κάνω να ακούσετε τη μάζα, μια μάζα μέσα στην οποία ένας άνθρωπος της Εκκλησίας, ένας monsignore, ανέφερε τον πατέρα μου σαν “Diabolik”, για να τον αναφέρει μετά ως Φαμπρίτσιο, σύζυγο, πατέρα και γιο.
Θα ήθελα να μπορούσα να σας κάνω να ακούσετε αυτά που δε σας έδειξαν, να ζητάω, να ουρλιάζω, έπειτα από μισή ώρα κάτω από τον ήλιο, με τη μητέρα μου σε ένα ασθενοφόρο, να κατέβει επιτέλους το αυτοκίνητο με τον πατέρα μου. Γιατί σε εκείνο το αυτοκίνητο για πολλούς υπήρχε ένα φέρετρο με ένα σώμα χωρίς ζωή, αλλά για εμένα σε εκείνο το φέρετρο ήταν ένα κομμάτι της καρδιάς μου, ήταν ο άνθρωπος που έπρεπε να με συνοδεύσει στην εκκλησία όταν παντρευτώ, ο άνθρωπος που ήθελε να με δει όταν θα παίρνω το πτυχίο, ο άνθρωπος που με μεγάλωσε, ο άνθρωπος που κοιμόταν δίπλα μου όταν ήμουν στενοχωρημένη, ήταν ο πατέρας μου και αυτό θα έπρεπε να σας αρκεί.
Δε δικαιολογώ τον εαυτό μου, απλά λέω την αλήθεια για όσα έγιναν, αυτή που ευτυχώς περισσότερα από 1.000 άτομα μπόρεσαν να δουν με τα μάτια τους, αλλά δυστυχώς εσείς δε θα μπορέσετε να δείτε ποτέ. Κατόπιν αυτών, θα συνεχίσω να περπατάω με το κεφάλι ψηλά πάντα και δε θα είμαι ποτέ όπως προσπαθείτε να με περιγράψετε εσείς. Ποτέ!».
Νεκρός στη «γέφυρα των αυτοκτονιών»
Στις 7 Ιουλίου 2017, κάτω από αερογέφυρα στον αυτοκινητόδρομο, Τορίνο-Σαβόνα, εντοπίστηκε το πτώμα του αυτόχειρα Ραφαέλο Μπούτσι, ηγετικού στελέχους των Drughi, του μεγαλύτερου συνδέσμου οπαδών της Γιουβέντους. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο άνδρας αυτός είχε κληθεί από την αστυνομία για να καταθέσει στο πλαίσιο έρευνας για τη σχέση του ποδοσφαίρου με το οργανωμένο έγκλημα. Είχαν ακολουθήσει συλλήψεις 18 ατόμων. Μία από τις κατηγορίες στη συγκεκριμένη υπόθεση, είχαν να κάνουν και με τη διάθεση κάποιων εισιτηρίων των «μπιανκονέρι» από συγκεκριμένα άτομα της curva Sud.
Το σημείο στο οποίο βρέθηκε νεκρός ο Μπούτσι μια ιδιαίτερη σημασία… Ήταν στη «γέφυρα των αυτοκτονιών», εκεί που στις 15 Νοεμβρίου 2000, αυτοκτόνησε κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο του και πηδώντας στο κενό, γράφοντας το τέλος σε ηλικία 46 ετών, ο Εντοάρντο Ανιέλι, ο μοναχογιός του Τζιάνι Ανιέλι.
Στις 22 Οκτωβρίου 2018, σε εκπομπή της Rai3, παρουσιάστηκε έρευνα που αφορούσε τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά όχι μόνο αυτήν, καθώς ήρθε και πάλι στο προσκήνιο η σχέση που αναπτύσσουν γενικά οι οπαδοί των ομάδων στην Ιταλία με τον υπόκοσμο και τη μαφία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν από τη δημοσιογραφική έρευνα, το τηλέφωνο του Μπούτσι παρακολουθούνταν, καταγράφονταν τα πάντα, αλλά τις τελευταίες ώρες πριν από την αυτοκτονία υπήρξε πρόβλημα με τον σέρβερ και δεν καταγράφηκε τίποτα… Ουδείς, λοιπόν, μπορεί να γνωρίζει με ποιον-ους μίλησε και τι είπε τις τελευταίες ώρες της ζωής του.
Ένας από τους δημοσιογράφους της Rai που συμμετείχαν στην έρευνα, ο Φεντερίκο Ρούφο, δέχθηκε επίθεση στο σπίτι του. Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, άγνωστοι περιέλουσαν με βενζίνη την είσοδο του σπιτιού του και τράπηκαν σε φυγή καθώς χτύπησε ο συναγερμός. Και οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι που εργάστηκαν γι’ αυτό το ρεπορτάζ κατήγγειλαν απειλές εναντίον της ζωής τους… Στο μεταξύ, η εκπομπή έχει προαναγγείλει ότι ακολουθεί έρευνα και για τις σχέσεις των οπαδών της Νάπολι με τη μαφία.
Η Εισαγγελία του Τορίνο αναζήτησε στοιχεία που ίσως αποδείκνυαν ότι τον… αυτοκτόνησαν: σημάδια πολύ πρόσφατου ξυλοδαρμού στο πτώμα του, αίμα στο αυτοκίνητό του.
Η Ντραγκέτα είχε επεκτείνει τις δραστηριότητές της και στον χώρο του catering με τα μέλη της να έχουν αναλάβει την διαχείριση της τροφοδοσίας του «Σαν Σίρο» για τις εντός έδρας αναμετρήσεις της Μίλαν και της Ίντερ.
Τον Οκτώβριο του 2016, συνελήφθησαν σαράντα άτομα με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στις δραστηριότητες ή ότι ήταν μέλη συμμορίας που είχε σχέση με τη μαφία της Καλαβρίας. Οι κατηγορίες περιελάμβαναν την σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, την διακίνηση ναρκωτικών, τη διαφθορά και τον εκβιασμό. Το εφετείο του Μιλάνου επιβεβαίωσε τις ποινές για τους έξι κατηγορούμενους που είχαν επιλέξει την τακτική διαδικασία, με τον Βιτσένσο Μαρτίνο και τον αδερφό του Ντομένικο, οι οποίοι θεωρήθηκαν επικεφαλής της οργάνωσης, να καταδικάζονται σε 20 χρόνια και 11 χρόνια και 3 μήνες αντίστοιχα.
Από τη μαφία στην Ιταλία, εξάλλου, δεν γλίτωσε ο Ντιέγο Μαραντόνα, ο Μάρκο Μποριέλο είδε τον πατέρα του να δολοφονείται από μαφιόζους, ο Φαμπρίτσιο Μίκολι χρησιμοποιούσε φιλαράκια του μαφιόζους για να απειλεί καταστηματάρχες, η καριέρα του Φάμπιο Κουαλιαρέλα στη Νάπολι καταστράφηκε λόγω της μαφίας, ο Βιντσέντζο Ιακουίντα καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση για διασυνδέσεις με τη Ντραγκέτα.