Περισσότερες από 495.000 κατασχέσεις εις χείρας τρίτων, ποινικές διώξεις για φοροδιαφυγή και υποθήκες πραγματοποιήθηκαν το 2024 από τον ελεγκτικό μηχανισμό με στόχο τη διασφάλιση των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΑΑΔΕ οι κατασχέσεις εις χείρας τρίτων (τραπεζικών λογαριασμών, ενοικίων, αποδοχών κ.λπ.) παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συχνότητα και ανήλθαν στο 94,% των συνολικών κατασχέσεων. Συγκεκριμένα το προηγούμενο έτος πραγματοποιήθηκαν 465.847 κατασχέσεις εις χείρας τρίτων. Δηλαδή, η εφορία προχώρησε σε κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, ενοικίων που θα λάμβανε ο οφειλέτης, ακόμα και αποδοχών υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό (των αποδοχών) ήταν υψηλότερο των 1.250 ευρώ.
Επίσης σύμφωνα με τα στοιχεία πραγματοποιήθηκαν:
Κατασχέσεις στα χέρια τρίτων: 465.847
Προγράμματα πλειστηριασμού: 146
Παραγγελίες κατάσχεσης: 11.603
Ποινικές διώξεις: 4.534
Υποθήκες: 8.563
Φάκελοι κατάσχεσης: 4.745
Σύνολο: 495.438
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία το ποσό που είναι ρυθμισμένο στην εφορία ανέρχεται 3,743 δισ. ευρώ. Αναλύοντας το ρυθμισμένο υπόλοιπο ανά κατηγορία οφειλής, παρατηρούνται τα εξής:
Στις κατηγορίες οφειλής μέχρι 300 χιλ. ευρώ, συγκεντρώθηκε η πλειοψηφία του ρυθμισμένου υπολοίπου δηλαδή 2,430 δισ. ευρώ.
Στις κατηγορίες οφειλής άνω των 300 χιλ. ευρώ συγκεντρώθηκε το 35,1% του ρυθμισμένου υπολοίπου, δηλαδή 1,312 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες στο στόχαστρο της ΑΑΔΕ και συγκεκριμένα των Κέντρων Βεβαίωσης και Είσπραξης βρίσκονται φέτος περισσότεροι από 500.000 φορολογούμενοι με μεσαία και μεγάλα χρέη. Σύμφωνα με τις οδηγίες που εξέδωσε η φορολογική αρχή μπορούν να ληφθούν κατά την κρίση του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της οφειλής Υπηρεσίας, τα ακόλουθα μέτρα:
-Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη, είτε κινητών και απαιτήσεων, γενικώς, του οφειλέτη που βρίσκονται στα χέρια τρίτου,
-Κατάσχεση ακινήτων. Για μεγάλα χρέη η φορολογική διοίκηση προχωρά σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων του οφειλέτη, από τις οποίες εξαιρείται η πρώτη κατοικία. Πριν από τον πλειστηριασμό προηγείται η κατάσχεση, αλλά πριν από τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης, καθίσταται υποχρεωτική η κοινοποίηση από τη φορολογική διοίκηση ατομικής ειδοποίησης καταβολής οφειλής/υπερημερίας.
Αντίθετα, δεν απαιτείται ειδοποίηση για τις κατασχέσεις χρηματικών ποσών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις που τίθεται σε κίνδυνο η είσπραξη της οφειλής, η Φορολογική Διοίκηση δύναται να παρακάμψει την τήρηση της ανωτέρω προδικασίας και να δεσμεύσει τα ακίνητα πριν ειδοποιήσει τον οφειλέτη.
Αναλυτικότερα, η ΑΑΔΕ επισημαίνει:
-Από την ημέρα επίδοσης στον οφειλέτη αντιγράφου της έκθεσης κατάσχεσης, αυτός στερείται του δικαιώματος ελεύθερης διάθεσης του ακινήτου και των συστατικών στοιχείων του ακινήτου ακόμη και εάν αυτά δεν περιγράφονται στην έκθεση κατάσχεσης ή αν ήταν παρών ο οφειλέτης κατά την κατάσχεση, από τότε.
-Η έκθεση κατάσχεσης δεν σημαίνει και πλειστηριασμό, αλλά αυτός έπεται σε επόμενο στάδιο.
-Εφόσον, ο οφειλέτης δεν έχει εντάξει τις οφειλές του σε πρόγραμμα ρύθμισης, ο Προϊστάμενος της αρμόδιας για την επιδίωξη είσπραξης της οφειλής Υπηρεσίας, υποχρεούται , μετά την παρέλευση σαράντα ημερών και το αργότερο σε τέσσερις μήνες από την κατάσχεση, να ορίσει ημερομηνία πλειστηριασμού το αργότερο σε πέντε μήνες από την ημερομηνία έκδοσης του προγράμματος.
-Εάν δεν διενεργηθεί ο πλειστηριασμός την ορισθείσα με το πρόγραμμα ημέρα, εκδίδει νέο πρόγραμμα, το αργότερο εντός έτους από την ημέρα που ο πλειστηριασμός δεν διενεργήθηκε ή ανεστάλη και ορίζει νέα ημερομηνία κατά τα ανωτέρω. Οι ανωτέρω προθεσμίες δεν τηρούνται εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος που αναφέρεται σε αιτιολογημένη έκθεση του Προϊσταμένου.
Η κυριότητα πλειστηριασθέντος ακινήτου μεταβιβάζεται στον υπερθεματιστή, μετά την μεταγραφή της περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης στο οικείο Υποθηκοφυλακείο ή Κτηματολογικό Γραφείο. Μέχρι τότε η κυριότητα παραμένει στον κύριο του ακινήτου.
Η άρση κατάσχεσης και η εξάλειψη υποθήκης επί ακινήτου για χρέη προς το Δημόσιο είναι δυνατή, μετά την εξόφληση ή τη διαγραφή του χρέους για το οποίο επιβλήθηκε το μέτρο ή μετά την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο όργανο με συγκεκριμένους, κατά περίπτωση, όρους αποδέσμευσης.