Δευτέρα, 29 Απριλίου, 2024

Γαλλικές εκλογές: Ο δρόμος προς τις κάλπες

Tα τελευταία χρόνια το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα έχει εισέλθει σε μία περίοδο απευθιγράμμισης και ανακατεύθυνσης ως αποτέλεσμα της ανόδου των αντισυστημικών δυνάμεων στο εσωτερικό του. Οι τελευταίες Ευρωεκλογές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως σημείο αναφοράς, καθώς επέφεραν αφενός ένα ρήγμα στις παραδοσιακές δομές του εκάστοτε πολιτικού συστήματος και αφετέρου σηματοδότησαν την περαιτέρω εδραίωση τόσο των ακροδεξιών όσο και των αριστερών εκπροσώπων του ευρωσκεπτικισμού κατά μήκος της Ευρωπαϊκής επικράτειας.

Αν και ο ευρωσκεπτικισμός συνιστά ένα ιδεολογικό ρεύμα, το οποίο διαχέεται κατά μήκος του οριζόντιου πολιτικού άξονα αριστεράς/δεξιάς, είναι εμφανές ότι η ακροδεξιά όψη του εν λόγω φαινομένου τείνει να προσελκύει περισσότερο το εκλογικό σώμα παρουσιάζοντας, ιδιαίτερα σε ορισμένες χώρες, μία συνεχώς αυξανόμενη δυναμική. Είναι γεγονός ότι τα αποτελέσματα των αυστριακών Προεδρικών και των ολλανδικών Κοινοβουλευτικών εκλογών δεν ανέτρεψαν πλήρως τις συνθήκες πολιτικής ομαλότητας, καθώς συνοδεύτηκαν τελικώς από τη μη επικράτηση των φορέων της λαϊκιστικής ακροδεξιάς. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δε μπορεί να αμφισβητηθεί αφενός η σταθερή εκλογική διακλάδωση των εν λόγω μορφωμάτων στο εκάστοτε εγχώριο πολιτικό σύστημα και αφετέρου η συνεπαγόμενη αποδυνάμωση των κυβερνητικών κομμάτων.

Η πορεία της προεκλογικής περιόδου των προσεχών γαλλικών Προεδρικών εκλογών σε συνδυασμό με το εν δυνάμει εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται πως αντικατοπτρίζει την περιγραφή του προαναφερθέντος μοντέλου. Ευρισκόμενοι σχεδόν ένα μήνα πριν από τη διεξαγωγή του πρώτου γύρου ίσως των πιο κρίσιμων Γαλλικών Προεδρικών εκλογών, μετά την εγκαθίδρυση της 5ης Δημοκρατίας, Εμμανουέλ Μακρόν και Μαρίν Λεπέν φαίνεται πως διεκδικούν με τις περισσότερες αξιώσεις την είσοδό τους στο δεύτερο γύρο των εκλογών. Μεταξύ των δύο υποψηφίων μπορεί να επικρατεί ένα τεράστιο ιδεολογικό χάσμα ωστόσο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει και μία εμφανή ομοιότητα πίσω από τη δυνητική ψήφο του γαλλικού εκλογικού σώματος.

Η καταγεγραμμένη δημοσκοπικά επικράτηση ενός κεντρώου ανεξάρτητου υποψηφίου και μιας λαϊκιστικής ακροδεξιάς φωνής στον πρώτο γύρο των εκλογών συνεπάγεται την πλήρη αποσύνθεση των παραδοσιακών δομών του γαλλικού κομματικού συστήματος. Οι εκλογικές δεξαμενές των κυβερνητικών κομμάτων εμφανίζονται ως οι βασικοί τροφοδότες ψηφοφόρων είτε προς τον κεντρώο εναλλακτικό είτε προς τον αντι-συστημικό ακροδεξιό φορέα του πολιτικού συστήματος. Η μεν κεντροαριστερά έχει καταστεί έρμαιο των εσωκομματικών της διασπάσεων και η δε κεντροδεξιά αδυνατεί να ελευθερωθεί από την μέγγενη των σκανδάλων. Το στίγμα της διαιρετικής τομής «αριστερά vs δεξιά» που καθόριζε διαχρονικά τον πυρήνα του γαλλικού κομματικού συστήματος τείνει να ξεθωριάσει, καθώς ο νέος πολιτικός ανταγωνισμός διαμορφώνεται υπό το πρίσμα της νέας διαίρεσης «παγκοσμιοποίηση-φιλο-ευρωπαϊσμός vs πατριωτισμός».

Η Μαρίν Λεπέν διεκδικεί με καλύτερες αξιώσεις το συνδυασμό ενός αποτελέσματος αντίστοιχου του πρώτου γύρου των εκλογών του 2002 – όταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν είχε καταφέρει να εισέλθει στον δεύτερο γύρο των Προεδρικών εκλογών – και των Ευρωεκλογών του 2014 – όταν το Εθνικό Μέτωπο αναδείχθηκε σε πρώτο κόμμα. Το Front National εξακολουθεί να εστιάζει την «κανονικοποιημένη» του πλέον ρητορική γύρω από τα διακυβεύματα «μετανάστευση, ταυτότητα, ανεργία, Ευρωπαϊκή Ένωση, παγκοσμιοποίηση». Οι ανεπιτυχείς εκκλήσεις της κοινωνίας, προς τα κατεστημένα κόμματα, για περιβολή πολιτικής μέριμνας γύρω από τα εν λόγω ζητήματα (demand side), επέφερε την υιοθέτηση ενός αφηγήματος, το οποίο παρέχει εύκολες και λαϊκιστικές λύσεις προς το εκλογικό σώμα (supply side). Η περιστροφή του ιδεολογικού του προγράμματος γύρω από τις οικονομικές επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής ύφεσης και τις πολιτισμικές συνέπειες της μετανάστευσης σε συνδυασμό με την αδυναμία των κυβερνητικών κομμάτων να προσδώσουν λύσεις σε μείζονα ζητήματα τείνουν να ευνοούν την περαιτέρω εκλογική ενδυνάμωση του Εθνικού Μετώπου.

Ωστόσο η ξεκάθαρη δημοσκοπικά επικράτηση του Εμμανουέλ Μακρόν έναντι της Μαρίν Λεπέν στο δεύτερο γύρο των εκλογών επιτρέπει την εξαγωγή δύο καταληκτικών συμπερασμάτων.

Αρχικώς αποδεικνύεται ότι το γαλλικό πολιτικό σύστημα διαθέτει αμυντικά στεγανά και σε κρίσιμες στιγμές υιοθετεί μία ομόρροπη πολιτικά στρατηγική απέναντι στην ενδεχόμενη επικράτηση ενός ακροδεξιού φορέα που δε συμβαδίζει με τις αξίες και τα ιδανικά της ενωμένης και αλληλέγγυας Ευρώπης.

Κατά δεύτερον επιβεβαιώνεται ότι ακόμα και εν μέσω μιας πολυεπίπεδης κρίσης (οικονομικής, ευρωπαϊκής, πολιτικής, προσφυγικής, αξιακής), οι ακροδεξιοί σχηματισμοί έχουν φθάσει στο εκλογικό τους «ταβάνι». Η επανάκτηση της πολιτικής αξιοπιστίας από τα συμβατικά κόμματα του εκάστοτε κομματικού συστήματος σε συνδυασμό με τη χάραξη μιας ομόκεντρης ρεαλιστικής πολιτικής, ίσως να συνιστά το κλειδί της περαιτέρω αποδυνάμωσης των ακροδεξιών μορφωμάτων.

 

*Η Τζένη Μαυροπούλου είναι Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Essex

By