Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Η ανάκαμψη της ευρωζώνης «περνά» από τις ιταλικές εκλογές

Την ώρα που η ΕΕ πασχίζει να επανακτήσει τη συνοχή της μετά το σοκ της απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου για το Brexit και ανεβάζει ταχύτητες με στόχο την οικονομική ανάκαμψη οι επερχόμενες εκλογές στην Ιταλία αναμφίβολα αποτελούν το μεγαλύτερο πολιτικό εμπόδιο.

Στις 4 Μαρτίου, οι ψηφοφόροι της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας στην ευρωζώνη θα προσέλθουν στις κάλπες εν μέσω της φθίνουσας υποστήριξης που υπάρχει για την φιλο-ευρωπαϊκή Δημοκρατική Κεντροαριστερά και της αυξανόμενης υποστήριξης που υπάρχει για την αντίθετη τάση, εκείνη των ευρωσκεπτικιστών.

Δύο είναι τα επικρατέστερα σενάρια: μια κυβέρνηση χωρίς αυτοδυναμία δηλαδή μια κυβέρνηση συνασπισμού ή μια λαϊκή κυβέρνηση η οποία θα επιδείξει μια πιο «συγκρουσιακή» διάθεση απέναντι στις Βρυξέλλες με σχέδια τα οποία θα έθεταν υπό αμφισβήτηση την παραμονή της χώρας στη νομισματική Ένωση.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις μέχρι τώρα στη χώρα έχουν κυρίως προσωπικό χαρακτήρα και εστιάζουν στους αρχηγούς των κομμάτων από ό,τι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα. «Για την ώρα φαίνεται ότι υπάρχει μια άσχημη και χαοτική προεκλογική καμπάνια», σημειώνει ο Giovanni Orsina, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Luiss της Ρώμης.

Η Ιταλία βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πέντε χρόνια παλαιότερα όταν υπήρχαν ακόμη βαθειά ύφεση και οικονομικές δυσκολίες. Φέτος η οικονομική ανάπτυξη αναμένεται ότι θα φθάσει περίπου το 1,5% και αποτελεί την καλύτερη επίδοσή της ήδη πριν από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη. Οι αποδόσεις των ομολόγων και κατ’ επέκταση και το κόστος δανεισμού έχουν μειωθεί σημαντικά από την εποχή της βαθειάς ύφεσης.

Ο Paolo Gentiloni ο οποίος ανέλαβε πριν από έναν χρόνο ως μεταβατικός πρωθυπουργός απολαμβάνει αρκετή δημόσια αναγνώριση. Ωστόσο, η Ιταλία εξακολουθεί να αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τις οικονομικές επιδόσεις της υπόλοιπης ευρωζώνης. Συγκριμένα, η Ιταλία παραμένει πιο ευάλωτη στα οικονομικά σοκ λόγω των υψηλών επιπέδων δανεισμού και την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος το οποίο πλήττεται από ένα σχετικά υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων σε σχέση με τα άλλα κράτη της ευρωζώνης.

Πολλοί Ιταλοί εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να απολαύσουν τα πλεονεκτήματα της ανάκαμψης με το ποσοστό ανεργίας να βρίσκεται στο 11,1%, υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και την ανεργία των νέων να βρίσκεται στο 34,7%.

Οι βασικοί πολιτικοί αρχηγοί οι οποίο θα ριχτούν στην μάχη των ψήφων είναι ο 42χρονος Matteo Renzi, επικεφαλής των Δημοκρατικών, ο οποίος ήταν πρωθυπουργός για μια τριετία μέχρι την αποτυχία της συνταγματικής μεταρρύθμισης που επιχείρησε τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Ο 31χρονος Luigi Di Maio από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων είναι επίσης υποψήφιος πρωθυπουργός ενώ στον προεκλογικό αγώνα επιστρέφει ύστερα από σεξουαλικά σκάνδαλα και καταδίκη για φορολογικές απάτες και  ο 81χρονος Silvio Berlousconi. Ακόμη, ο 44χρονος Matteo Salvini, επικεφαλής της Λίγκας του Βορρά κατεβαίνει στις εκλογές με ένα ηχηρό μήνυμα κατά του ευρώ και των μεταναστών.

Αν και είναι δεδομένη η προσδοκία για ένα συγκεχυμένο εκλογικό αποτέλεσμα, οι αναλυτές και οι αξιωματούχοι στη Ρώμη αναφέρουν ότι η επόμενη κυβέρνηση θα έχει ως επικεφαλής έναν πολλά υποσχόμενο υποψήφιο. Αυτός θα μπορούσε να είναι και πάλι ο κ. Gentiloni αν το κόμμα των Δημοκρατικών έχει ικανοποιητικές επιδόσεις. Κάποιοι «δείχνουν» ως πιθανό πρωθυπουργό τον Antonio Tajani, τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου, αν η Κεντροδεξιά βρεθεί σε πιο ισχυρή θέση. Ο ίδιος βρίσκεται αρκετά κοντά στον κ. Μπερλουσκόνι αλλά και στη Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ.

Εκείνο που θα αποσυντόνιζε την κατάσταση θα ήταν μια ενδεχόμενη συμμαχία μεταξύ των δυνάμεων που συντάσσονται κατά του ευρώ, δηλαδή της Λίγκας του Βορρά, του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και του δεξιού κόμματος «Brothers of Italy. Και οι τρεις αυτές παρατάξεις έχουν θέσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της Ιταλίας στη Νομισματική Ένωση ενώ έχουν υποσχεθεί μια εξωτερική πολιτική η οποία θα βρίσκεται πιο κοντά στη Μόσχα και θα αντιτίθεται στις συμφωνίες του ελεύθερου εμπορίου. Ο κ. Di Maio αναφέρει ότι το δημοψήφισμα για την αποχώρηση από το ευρώ θα ήταν το «τελευταίο καταφύγιο» αν η Ρώμη δεν καταφέρει να αλλάξει την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, κυρίως όσον αφορά στους πιο χαλαρούς κανόνες του Προϋπολογισμού. Μάλιστα, προσθέτει ότι με βάσει τα σημερινά δεδομένα θα ψήφιζε την αποχώρηση από το ευρώ. Ο κ. Renzi υποστηρίζει ότι η απειλή αποχώρησης από το ευρώ θα ήταν μια ανοησία αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν θα ακολουθήσει την φιλο-ευρωπαϊκή θαρραλέα οδό που επέλεξε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν.

By