Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

«Καμπανάκι» από το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Χρέη 130 δισ. «πνίγουν» τα νοικοκυριά

Ωστόσο, λέει «όχι» σε γενικευμένες ρυθμίσεις χρεών – Βάσει της οικονομίας και όχι «δια νόμου» θα αυξηθούν οι μισθοί – Δεν αρκεί η ελάφρυνση χρέους, εάν ισχύσει υπό προϋποθέσεις – Ζητά συναίνεση και αυτοδέσμευση του πολιτικού κόσμου για μετά το Μνημόνιο

Να διασφαλιστεί η ευρύτερη δυνατή συναίνεση από τον πολιτικό κόσμο της χώρας σε μια βάση στόχων και μέτρων, για μετά το τέλος των προγραμμάτων διάσωσης, ζητά το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, στην πρώτη έκθεση που εξέδωσε μετά τις αλλαγές στην σύνθεση του, με Συντονιστή τον πρώην Γενικό Γραμματέα του Γενικού Λογιστηρίου, καθ. Φραγκίσκο Κουτεντάκη.

Η σύσταση αυτή -εν έτει 2018- για μίνιμουμ συναίνεση, αποτυπώνει την ανάγκη διαφύλαξης των πολύχρονων θυσιών των πολιτών. Υπαγορεύεται όμως και από την ασάφεια στο πλαίσιο ελάφρυνσης του χρέους, που μέχρι και 3 μήνες πριν την έξοδο από πρόγραμμα χρηματοδότησης. Ιδιαίτερα μάλιστα επειδή, όπως τονίζεται στην Έκθεση, οι δανειστές απαιτούν προϋποθέσεις και αξιολόγηση, για να προσφέρουν ελάφρυνση. Σε τέτοια περίπτωση, οι επενδυτές θα ζητήσουν υψηλότερα επιτόκια, διαβλέποντας το ρίσκο να επενδύσουν.

Αντίστοιχα όμως, η έκθεση διαπιστώνει πως επιχειρήσεις και νοικοκυριά της χώρας ασφυκτιούν υπό τα χρέη των 130 δισ. ευρώ προς το Κράτος. Τάσσεται κατά όμως τυχόν «οριζόντιων» ευνοϊκών ρυθμίσεων (πχ 120 δόσεις προς όλους κλπ).

Ελάφρυνση υπό όρους

Σύμφωνα με την έκθεση, «από πλευράς των επίσημων δανειστών, το κρίσιμο ζητούμενο είναι ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπεύθυνη στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος».

Όπως αναφέρεται στην έκθεση «η ολοκλήρωση του προγράμματος και η εξάλειψη των εξωτερικών ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας υπήρξε το αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων και προσπαθειών διαδοχικών κυβερνήσεων τα τελευταία οκτώ χρόνια και σημαντικών επιβαρύνσεων για τους πολίτες της χώρας. Ωστόσο, η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας ούτε υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».

Κίνδυνος η ασάφεια

«Προϋπόθεση για την επίτευξη των ευνοϊκών προβλέψεων για το 2018 συνιστά η ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ολοκλήρωση του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής. Η ολοκλήρωση του προγράμματος και ο τερματισμός της χρηματοδότησης από τον επίσημο τομέα, θα οδηγήσουν στον καθορισμό ενός νέου πλαισίου εποπτείας. Με δεδομένο ότι το επίσημο πλαίσιο για την «Άσκηση εποπτείας μετά το πρόγραμμα» του κανονισμού 472/2013 δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, οι ακριβείς όροι θα καθοριστούν από την πολιτική διαπραγμάτευση που θα ολοκληρωθεί στους επόμενους μήνες» τονίζεται στην έκθεση.

Η Γνώμη του Γραφείου Προϋπολογισμού είναι ότι «θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση».

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θεωρεί προτεραιότητα μιας τέτοιας στρατηγικής την διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος. Η αδυναμία ελέγχου των δημόσιων οικονομικών ήταν η βασική αιτία που προκάλεσε μια οδυνηρή κρίση για τους πολίτες της χώρας. Συνεπώς απαιτείται μια αξιόπιστη δέσμευση του πολιτικού κόσμου της χώρας ότι δεν θα επαναληφθούν οι πρακτικές του παρελθόντος, στα επόμενα πολλά χρόνια.

Υψηλά χρέη, χαμηλά εισοδήματα

«Στο εφεξής», τονίζεται, «η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που δημιούργησε η μακρόχρονη οικονομική κρίση στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας. Κάθε ένας από τους επιμέρους τομείς που την απαρτίζουν (δημόσιο, τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιμετωπίζει τις δικές του ανοιχτές απαιτήσεις και υποχρεώσεις:

1. Το ελληνικό κράτος έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δις ευρώ.

2. Οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130 δισ. ευρώ προς το ελληνικό δημόσιο (φορολογικές αρχές και ασφαλιστικά ταμεία) και άλλα 95 δισ. ευρώ στις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτό σημαίνει ότι τα μισά περίπου δάνεια των τραπεζών δεν εξυπηρετούνται, την ίδια ώρα που οι καταθέσεις τους έχουν συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο, τονίζουν οι συντάκτες της Εκθέσεως.

Όπως τονίζεται όμως «η αυστηρότητα των φορολογικών και ασφαλιστικών αρχών στην είσπραξη των δημόσιων εσόδων θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα και να αποφεύγονται γενικευμένες «ευνοϊκές» ρυθμίσεις που δημιουργούν κίνητρα καθυστέρησης πληρωμών και προσδοκίες ευνοϊκής αντιμετώπισης και αναβολής των προστίμων, αποδυναμώνοντας τη φορολογική και ασφαλιστική συμμόρφωση».

Πηγή του Γραφείου Προϋπολογισμού τόνιζε πάντως ότι «λόγω γραφειοκρατικών διαδικασιών δεν κινείται ο Εξωδικαστικός και απαιτούνται αλλαγές και τυποποιημένα κριτήρια για ταχύτερες λύσεις» στα προβλήματα υπερχρέωσης.

3. Επιπλέον «πρόβλημα είναι η ποσοτική και ποιοτική υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, δηλαδή του εργατικού δυναμικού που απασχολείται ή είναι διατεθειμένο να απασχοληθεί ως βασικός συντελεστής στην εγχώρια παραγωγική διαδικασία. Αυτή η υποβάθμιση είναι συνέπεια αφενός της απώλειας εργασιακών δεξιοτήτων που υφίστανται οι μακροχρόνια άνεργοι και αφετέρου της μετανάστευσης ειδικευμένης εργασίας στο εξωτερικό» τονίζεται. Πηγή του Γραφείου Προϋπολογισμού τόνιζε μάλιστα ότι απαιτούνται αξιοπιστία, εμπιστοσύνη και ανοικτές αγορές προϊόντων για να σταματήσει η διαρροή ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, με στόχο να αυξηθούν οι ποιοτικές θέσεις εργασίας και οι αμοιβές. Επισημαίνει δηλαδή πως οι μισθοί δεν αυξάνονται δια νόμου αλλά με βάση την πορεία της Οικονομίας.

«Η υποβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε συνδυασμό με την υποχώρηση του φυσικού κεφαλαίου λόγω της κατάρρευσης των επενδύσεων κατά τη διάρκεια της ύφεσης, έχει ήδη οδηγήσει σε μείωση της παραγωγικότητας. Η τάση αυτή, εφόσον συνεχιστεί, υπονομεύει τις μεσοπρόθεσμες παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας» τονίζεται σχετικά στην Έκθεση.

Κίνδυνοι

Παράλληλα, διαπιστώνονται κίνδυνοι που συνδέονται με το εξωτερικό περιβάλλον και ειδικότερα με: πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω, μεταξύ άλλων, του αυξανόμενου προστατευτισμού, ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες.

Επίσης «η συνέχιση της ανοδικής πορείας των επενδύσεων απαιτεί – εκτός από τις θετικές προσδοκίες – τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, πράγμα που με τη σειρά του προϋποθέτει την αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που επιβαρύνουν το τραπεζικό σύστημα».

«Ματωμένο» υπερ-πλεόνασμα

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Έκθεση για το υπερπλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού: «η καλύτερη του αναμενομένου πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών για τρίτο συνεχόμενο έτος αποτελεί θετικό μήνυμα για τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας. Η εξάλειψη των μεγάλων πρωτογενών ελλειμμάτων ήταν άλλωστε και ο κεντρικός στόχος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής και τα στοιχεία δείχνουν ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί με διατηρήσιμο τρόπο» υποστηρίζουν οι συντάκτες της Έκθεσης.

Ωστόσο «το άμεσο αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν η αφαίρεση πόρων από την ιδιωτική οικονομία». Παρόλα αυτά συνέβαλε, η βελτίωση της εμπιστοσύνης που προκάλεσε συνεισέφερε στην επικράτηση γενικότερων συνθηκών ομαλότητας που ωφέλησε εμμέσως και την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα.

Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η δημοσιονομική σταθεροποίηση είχε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για τους πολίτες της χώρας. Εξ ορισμού, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα δείχνει το καθαρό αποτέλεσμα των συναλλαγών της γενικής κυβέρνησης με τον ιδιωτικό τομέα (κυρίως τον εγχώριο). Με άλλα λόγια, όσο υψηλότερο το πρωτογενές πλεόνασμα τόσο περισσότεροι οι πόροι που αφαιρούνται από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Συνεπώς, η επίτευξη υψηλότερων πλεονασμάτων από τους στόχους του προγράμματος ισοδυναμεί με την υιοθέτηση υπέρ του δέοντος περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής.

Τόσο οι θετικές όσο και οι αρνητικές πλευρές της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης θα πρέπει να τεθούν ανοιχτά στον δημόσιο διάλογο και να επιτευχθεί μια ισορροπία ανάμεσα αφενός στην ανάγκη βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και αφετέρου στην ανάγκη στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας.

Ανεργία

Η ανεργία των νέων έχει ιδιαίτερα σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες, όπως η απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, η αύξηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Για την αντιμετώπισή της, η Ευρωπαική Ένωση έχει υιοθετήσει διάφορες στρατηγικές (πλατφόρμα EURES, Ευρωπαική Ένωση Πρακτικής Ασκησης) που στοχεύουν στη βελτίωση της κινητικότητας των νέων για την εύρεση εργασίας ή πρακτικής άσκησης. Επιπρόσθετα, η Ευρωπαική Ένωση έχει εισάγει την φιλόδοξη έννοια της Εγγύησης για τους νέους (Youth Guarantee) ζητώντας από όλες τις χώρες-μέλη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε όλοι οι νέοι να βρίσκουν απασχόληση ή εκπαίδευση/κατάρτιση μέσα στους τέσσερις πρώτους μήνες αφότου έμειναν άνεργοι ή ολοκλήρωσαν κάποιον κύκλο εκπαίδευσης/κατάρτισης.

«Θηλιά» τα ληξιπρόθεσμα του Κράτους

Στο πρώτο τρίμηνο του 2018 καταγράφηκε αύξηση των συνολικών ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 95 εκατ. ευρώ. Ειδικότερα, τον Μάρτιο οι ληξιπρόθεσμες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 185 εκατ. ευρώ φτάνοντας τα 2.734 εκατ. ενώ οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων μειώθηκαν κατά 90 εκατ. ευρώ στα 675 εκατ. ευρώ.

«Το γεγονός ότι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου παραμένουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα ακόμα και σε περιόδους που η ρευστότητα έχει βελτιωθεί, δείχνει πως υπάρχουν και διαρθρωτικά προβλήματα που καθυστερούν τις διαδικασίες πληρωμών των φορέων της γενικής κυβέρνησης, όπως κακή ποιότητα οργάνωσης, χρονοβόρες διαδικασίες και ελλιπής στελέχωση των οικονομικών υπηρεσιών των φορέων από ειδικευμένο προσωπικό» τονίζεται στην Έκθεση. «Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα σημαντικά κρίνονται τα αποτελέσματα του ελέγχου που διενεργεί το Ελεγκτικό Συνέδριο σε επιλεγμένους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, με σκοπό τον εντοπισμό των δομικών αδυναμιών του συστήματος και την υποβολή συγκεκριμένων συστάσεων για την υπέρβασή τους. Ο έλεγχος αυτός έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και η εφαρμογή των συστάσεων που θα προκύψουν τόσο στο επίπεδο των επιμέρους φορέων όσο και σε κεντρικό επίπεδο αναμένεται να συνδράμει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των κύριων αδυναμιών του συστήματος στο άμεσο μέλλον».

Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του 2018, όπως αποτυπώνεται στην Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2018 (πίνακας 5.1, σελ. 135) το σύνολο των εσόδων από αποκρατικοποιήσεις του τρέχοντος έτους φτάνει τα 2.737 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για το υψηλότερο ύψος αποκρατικοποιήσεων των τελευταίων ετών, ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, « αξίζει να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων (πάνω από 2 δισ. ευρώ) είναι εκτιμήσεις καθώς δεν έχουν κατατεθεί δεσμευτικές προσφορές».

Η θετική εικόνα των εξαγωγών οφείλεται κυρίως την σημαντική αύξηση των τουριστικών και ναυτιλιακών εισπράξεων, αλλά και την ιδιαίτερα σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της εξωτερικής ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας. Η αύξηση των επενδύσεων οφείλεται κατά κύριο λόγο στις υποκατηγορίες μεταφορικός και μηχανολογικός εξοπλισμός (και οπλικά συστήματα). Οι κατηγορίες αυτές, πέρα από τις ιδιωτικές επενδύσεις που αφορούν προμήθεια μεταφορικών μέσων και μηχανολογικού εξοπλισμού.

By