Σάββατο, 20 Απριλίου, 2024

Κάψανε οι αντιεξουσιαστές το μαγαζί μίας ράφτρας

Δεν ήταν ούτε αλυσίδα καταστημάτων, ούτε τράπεζα, ούτε πολυεθνική, αλλά ένα μαγαζί που στο υπόγειο του έραβε για να ζήσει μία συμπαθέστατη κυρία

 

Κοντά στα 40 χρόνια έστεκε εκεί στη Θεμιστοκλέους αυτό το μαγαζί, που τη Κυριακή το βράδυ οι γνωστοί-άγνωστοι αποφάσισαν πως ήθελαν να το δουν να τυλίγεται στις φλόγες και να στερήσουν το μεροκάματο από τη γυναικά που το είχε και το κρατούσε, ακόμη και αυτές τις δύσκολες εποχές.

Από πληροφορίες που συλλέξαμε, το μαγαζί αυτό άνηκε σε μία κυρία που σχεδίαζε και έραβε μόνη της στο υπόγειο. Εκεί δημιουργούσε μία ζωή, μόνο όμως με βαμβακερά υλικά, καθώς τα συνθετικά της έφερναν δύσπνοια. Κρατούσε αυτό το ραφείο στην οδό Θεμιστοκλέους με νύχια και με δόντια, προκειμένου να συντηρήσει και την άνεργη διπλωματούχο κόρη της, η οποία το άνοιγε τα πρωινά.

Οι γείτονες και οι κάτοικοι της περιοχής είπαν πως δεν έκλεινε ποτέ. Ήταν πάντα ανοιχτό. Ανοιχτό και «παλιακό». Μύριζε άλλες εποχές μας είπανε. Μιας και περνώντας τη προηγούμενη δεκαετία από την εποχή της ευμάρειας, δεν έμειναν και πολλά τέτοια μαγαζιά ανοιχτά. Αυτό όμως αντιστάθηκε. Μόνο τις Κυριακές έκλεινε.

Μία τέτοια Κυριακή αποφάσισαν και οι αντιεξουσιαστές να το κλείσουν μία για πάντα, για να ικανοποιήσουν την επαναστατική τους φύση και να στερήσουν το μεροκάματο και το βιοπορισμό, από αυτή την οικογένεια, που αντίκρισε τη Δευτέρα το πρωί τους κόπους μίας ζωής να γίνονται στάχτη.