Η κυβέρνηση θα προχωρήσει στη διανομή «κοινωνικού μερίσματος» έως και το ποσό των 800 εκατ. ευρώ και θα κρατήσει και ένα «μαξιλάρι» περίπου 823 εκατ. ευρώ για τον προϋπολογισμό προκειμένου να είναι εξασφαλισμένη ότι αν τον Απρίλιο του 2018 η Ελληνική Στατιστική Αρχή προχωρήσει στη «διόρθωση» των δημοσιονομικών προβλέψεων, δεν θα βρεθεί εκτεθειμένη απέναντι στους θεσμούς.
Για όλα αυτά, στελέχη του οικονομικού επιτελείου δηλώνουν ότι έχει εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη των θεσμών.
Μπορεί να μην είναι δεδομένο ότι το ποσό που θα διανεμηθεί θα φτάσει στα 800 εκατ. ευρώ, μπορεί επίσης να μην εξασφαλισμένο ότι το σύνολο των προς διάθεση χρημάτων θα κατευθυνθούν για μια έκτακτη οικονομική ενίσχυση των πιο αδύναμων (σ.σ οι δανειστές θέλουν και να ενισχυθεί ο κουμπαράς για την εξυπηρέτηση του χρέους και να αποπληρωθούν ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου) όμως το ότι θα υπάρξει υπέρβαση στόχου θα πρέπει να θεωρείται ήδη συμφωνημένο.
Πώς όμως φτάσαμε μέχρι εδώ;
Όπως φάνηκε και από το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε στις αρχές Οκτωβρίου στη Βουλή, η πρόβλεψη του πρωτογενούς πλεονάσματος για φέτος ήταν αισθητά βελτιωμένη τόσο συγκριτικά με την πρόβλεψη του μεσοπρόθεσμου όσο και συγκριτικά με την εκτίμηση στον προϋπολογισμό της φετινής χρονιάς που κατατέθηκε πριν από έναν χρόνο στη Βουλή.
Αντί για 3,445 δις. ευρώ που ήταν η πρόβλεψη του «μνημονιακού» πλεονάσματος για φέτος στο μεσοπρόθεσμο, ο στόχος αναθεωρείται τώρα στα 3,977 δις. ευρώ με το ποσοστό να ανεβαίνει, από το 1,9% του ΑΕΠ στο 2,21% του ΑΕΠ. Λόγω της αναθεώρησης, ο «δημοσιονομικός χώρος» που δημιουργείται (δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο πρωτογενές πλεόνασμα που προβλέπεται να παραχθεί και αυτό που πρέπει να παραχθεί βάσει του μνημονίου) αυξάνεται στα 823 εκατ. ευρώ από 274 εκατ. ευρώ που προέβλεπε το μεσοπρόθεσμο.
Μάλιστα, στο ποσοστό του 2,21% περιλαμβάνεται και η δαπάνη των 800 εκατ. ευρώ για το κοινωνικό μέρισμα. Χωρίς τη δαπάνη αυτή, το πρωτογενές πλεόνασμα φτάνει κοντά στο 2,8% δηλαδή μια ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα από τον επίσημο στόχο του 1,75%.
Αισθητή αλλαγή, υπάρχει στις «πηγές» παραγωγής του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ειδικότερα:
1.Για το 2017, τα έσοδα από την άμεση και έμμεση φορολογία, είχε προϋπολογιστεί μέσω του μεσοπρόθεσμου να συμβάλλουν με 48,243 δις. ευρώ. Ο πήχης κατεβαίνει τώρα στα 47,472 δις. ευρώ. Επίσης, οι επιστροφές φόρου προβλέπεται πλέον να φτάσουν στα 4,686 δις. ευρώ αντί για 3,324 δις. ευρώ που ήταν η εκτίμηση στο μεσοπρόθεσμο. Λόγω φόρων και μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων επιστροφών, δημιουργείται ένα δημοσιονομικό κενό της τάξεως των 2,133 δις. ευρώ. Αυτό το «κενό» προβλέπεται ότι θα υπερκαλυφθεί:
1.Με τη συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών ο στόχος των οποίων μειώνεται κατά 593 εκατ. ευρώ (από τα 44,194 δις. ευρώ στα 43,601 δις. ευρώ.
2.Με την εκτόξευση του πρωτογενούς αποτελέσματος των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης. Για το 2017, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 378 εκατ. ευρώ αντί για έλλειμμα 941 εκατ. ευρώ που προέβλεπε το μεσοπρόθεσμο. Η διαφορά σε σχέση με την αρχική εκτίμηση φτάνει στα 1,319 δις. ευρώ.
3.Με τη βελτίωση του στόχου για τις οικονομικές επιδόσεις των ΔΕΚΟ αλλά και των νομικών προσώπων που επηρεάζουν τον προϋπολογισμό σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης.
Για τα μεν νομικά πρόσωπα, ο στόχος του πλεονάσματος βελτιώνεται από τα 1,775 στα 1,92 δις. ευρώ για τις δε ΔΕΚΟ, το πρωτογενές αποτέλεσμα υπολογίζεται πλέον στα 867 εκατ. ευρώ από 763 εκατ. ευρώ που προβλεπόταν στο μεσοπρόθεσμο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι φτάνουμε στο υπερ-πλεόνασμα παρά το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα θα κλείσουν με σημαντική υστέρηση φέτος έναντι του στόχου.
Το σωσίβιο ήταν φέτος τα ασφαλιστικά ταμεία και οι ΔΕΚΟ όπως επίσης και η ασφυκτική πίεση προς τους οφειλέτες του δημοσίου (με κατασχέσεις και λοιπά αναγκαστικά μέτρα). Συγκρατημένες εμφανίζονται και οι πρωτογενές δαπάνες. Με λίγα λόγια, το πρωτογενές πλεόνασμα, είναι μεν υπαρκτό και συμφωνημένο αλλά οφείλεται και σε πολύ μεγάλο βαθμό στο «στράγγισμα» της ρευστότητας στην αγορά.