Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Νίκος Μουτσουρούφης: Το story των Mailo’s – Πώς έγιναν μία από τις πιο επιτυχημένες επιχειρηματικές συνταγές

Ο Νίκος Μουτσουρούφης μπορεί να είναι μόλις 28 ετών, όμως βρίσκεται πίσω από μία από τις πιο πετυχημένες επιχειρηματικές συνταγές στον χώρο της γρήγορης εστίασης.

Τα «Mailo’s», τα καταστήματα που έχουν βάλει τα ζυμαρικά στο μενού του street food, έχουν κερδίσει πρωτίστως το νεανικό κοινό. Κι αυτό, όπως συνήθως συμβαίνει, δημιουργεί μια δυναμική, με αποτέλεσμα σήμερα το συγκεκριμένο concept να αποτελεί μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες τάσεις συνολικά στην εστίαση.

Το concept απλοϊκό και έξυπνο συνάμα, αφού βάζει το handmade ζυμαρικό στις επιλογές του γρήγορου-έτοιμου φαγητού με συγκεκριμένες συνταγές. Αρκετές από αυτές συγκεντρώνουν καθημερινά χιλιάδες παραγγελίες στα 35 καταστήματα, που «ως τα τέλη Μαρτίου θα έχουν γίνει 41», λέει ο ίδιος.

Πώς βρήκε το όνομα
«Eχοντας ως πρότυπο τα fish and chips της Αγγλίας, ήθελα να κάνω ένα “μονοποικιλιακό” μαγαζί και την ιδέα τη δούλευα μέσα μου ήδη από το 2014», λέει. «Το δούλευα συγκροτημένα έχοντάς το ονομάσει από τότε “The Pasta Project”», προσθέτει. Αργότερα προστέθηκε και το «Mailo», το όνομα του σκύλου του… Ο ίδιος από μικρός βρέθηκε στην εστίαση.

«Στα 12 μου δούλεψα για πρώτη φορά σε μια ταβέρνα στο χωριό μου, τα Καμένα Βούρλα. Μου άρεσε η μαγειρική, τη θεωρούσα πάντα κάτι ωραίο. Ειδικά το να απολαμβάνει ο κόσμος κάτι που ετοιμάζεις εσύ». Ο ίδιος θα ακολουθήσει αυτή τη διαδρομή – μάλιστα θα διεκδικήσει θέση στον χώρο και τελικά θα περάσει από τις κουζίνες εστιατορίων υψηλής γαστρονομίας όπως η «Σπονδή». Παρ’ όλα αυτά ήθελε να αφήσει το δικό του στίγμα και να θέσει τους δικούς του όρους – κι αυτή την ευκαιρία την εντόπισε στα ζυμαρικά!

«Στα 21 μου άνοιξα το πρώτο μαγαζί στο Κολωνάκι. Επί τρία χρόνια έψαχνα για ακίνητο ώστε να μετουσιώσω σε πραγματικότητα αυτό που είχα σκεφτεί να κάνω. Δύσκολο όμως. Πρώτα απ’ όλα δεν μπορούσα να πείσω τους ιδιοκτήτες των ακινήτων. Oλοι με απέρριπταν επειδή ήμουν πολύ μικρός σε ηλικία και πολλοί απ’ αυτούς δεν πίστευαν καν ότι το concept του καταστήματος μπορεί να πετύχει. Τελικά με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος του μπαμπά μου, μεσίτης στο Κολωνάκι. Μόλις είχε κλείσει μια πιτσαρία και το ακίνητο είχε μείνει κενό. Βέβαια ήταν και το χρηματοδοτικό. Είχα υπολογίσει ότι χρειαζόμουν περίπου 120.000 ευρώ. Εβαλα όποιες μικρές οικονομίες είχα, πούλησα το αμάξι μου, έβαλε και ο μπαμπάς μου τα μισά λεφτά… και πάλι είχα περίπου 80.000 ευρώ. Ευτυχώς κάναμε ειδικές συμφωνίες με τους κατασκευαστές και τους προμηθευτές στην αρχή ώστε οι πληρωμές να πήγαιναν πίσω. Οπότε ήταν “όλα ή τίποτα”», εξηγεί.

Και στην πραγματικότητα ήταν «όλα ή τίποτα» για την οικογένεια, αφού οι πόροι ήταν περιορισμένοι. Ο μπαμπάς του συνταξιούχος του ΟΤΕ και η μητέρα του καθηγήτρια Αγγλικών.

Τα πρώτα βήματα

«Ανοίξαμε έχοντας το λογότυπο, την ιδέα και μια μηχανή ζυμαρικών», λέει. «Και ήταν one man show για περίπου δύο χρόνια! Εκανα τα πάντα εκεί μέσα, δούλευα νυχθημερόν και ήμουν ευτυχισμένος πουλώντας 40 μακαρονάδες την ημέρα. Συγκριτικά σήμερα, μόνο στο Κολωνάκι πουλάμε 1.000! Το δε σπίτι που νοίκιαζα στην οδό Δεινοκράτους λειτουργούσε ως αποθήκη. Πεταγόμουν με μια βέσπα όταν κάτι ξέμενε, κυρίως τα μπολάκια όπου έμπαινε η μακαρονάδα που τότε είχαν το σήμα σαν αυτοκόλλητο. Δεν σας κρύβω ότι κάποια στιγμή κόντεψα να τα παρατήσω αφού δεν είχα ζωή. Δουλειά, ύπνος λίγες ώρες και πάλι δουλειά…».

Μέσα σε αυτή την αγωνιώδη προσπάθεια ήρθε και ο COVID! «Κλείσαμε. Επρεπε όμως κάτι να κάνω. Ηταν μονόδρομος, ειδάλλως θα χάνονταν όλα», σημειώνει. «Σκέφτηκα και πρότεινα στην νεοεισερχόμενη τότε στην ελληνική αγορά Wolt (σ.σ.: η ηλεκτρονική πλατφόρμα delivery) την αποκλειστικότητα. Θεωρούσα ότι μπορούσαμε να ανέβουμε μαζί. Και τελικά έτσι έγινε! Μας βοήθησαν πρώτα απ’ όλα με το marketing. Κι εμείς όμως τους βοηθήσαμε. Φανταστείτε ότι μας έπαιρναν τηλέφωνο για παραγγελία και τους στέλναμε στην ψηφιακή πλατφόρμα της Wolt. Κάπως έτσι ήρθε και μια στρατηγική συμφωνία με την Coca-Cola, που επίσης βοήθησε στο marketing και την προώθηση».

Η πρώτη οικονομική ανάσα, όπως λέει, ήρθε το 2021. «Αυτό έγινε όταν στήσαμε τη μαμά εταιρεία και πλέον έδωσα βάρος στο franchise. Ηδη τότε το μαγαζί στο Κολωνάκι είχε αποκτήσει τη δυναμική του και το κοινό που επέτρεπε τις πρώτες προσλήψεις. Το σκεπτικό λοιπόν έκτοτε είναι να πουλήσω την ιδέα του concept εντάσσοντας στην προσπάθεια συνεργάτες που θα βοηθήσουν στην επέκτασή του. Στην αρχή ήθελε κυνηγητό. Με την κατάλληλη βοήθεια, όμως, το νερό μπήκε στ’ αυλάκι. Η πρώτη σύμβαση franchise έγινε στην Κύπρο. Στην Ελλάδα το πρώτο μαγαζί franchise άνοιξε στο Περιστέρι. Επειτα τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιο εύκολα», σημειώνει.

Τα καταστήματα και τα σχέδια για το εξωτερικό

Σήμερα λειτουργούν 35 καταστήματα με το σήμα Mailo’s, ενώ μέχρι το τέλος του α’ τριμήνου της χρονιάς αναμένεται να ανοίξουν άλλα έξι, όπως λέει ο Νίκος Μουτσουρούφης. Σε κάθε κατάστημα παρασκευάζονται κάθε μέρα τα τρία είδη των ζυμαρικών που προσφέρονται. «Ο τζίρος των καταστημάτων πλέον ξεπερνά τα 30 εκατ. ευρώ και αυξάνεται με μεγάλο ρυθμό καθώς διευρύνεται το δίκτυο», λέει ο ίδιος. Υπολογίζεται ότι περίπου 450 άτομα απασχολούνται στα καταστήματα, ενώ 12 άτομα είναι το προσωπικό της ίδιας της Mailo’s. «Στην Ελλάδα θα ανοίξουμε ως 55 καταστήματα, κυρίως σε αστικά κέντρα όπου σήμερα μπορεί να μην έχουμε παρουσία, αλλά και σε δημοφιλή τουριστικά νησιά, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη. Από εκεί και έπειτα όμως ο στόχος θα είναι η επέκταση στο εξωτερικό. Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο concept μπορεί να πετύχει και έξω», σημειώνει.

Ενδεχόμενη βιομηχανοποίηση των προϊόντων της εταιρείας πάντως την αποκλείει. «Νομίζω ότι θα χαλάσουν όλα. Το concept θέλει να φτιάχνουμε φρέσκα ζυμαρικά μέσα στο κατάστημα. Εάν πάμε να τα κάνουμε κεντρικά, θα χαλάσει πρώτα απ’ όλα η γεύση. Δεν θα είναι ίδιο το προϊόν. Κάποια στιγμή ίσως σκεφτούμε μια κεντρική μονάδα που θα παράγει σάλτσες αν υπάρχει πίεση να δοθεί μια λύση κεντρικά. Δεν είμαστε όμως ακόμα σε αυτό το σημείο», εξηγεί.

Εξάλλου, κρίσιμο κομμάτι της επιτυχίας των Mailo’s είναι το ίδιο το φαγητό που προσφέρουν. «Υπήρχε κενό στην αγορά. Γι’ αυτό ο κόσμος αγάπησε αυτό που οραματίστηκα. Και συγγνώμη αν ακούγεται κάπως υπερβολικό, όμως πιστεύω πως σήμερα τα Mailo’s θυμίζουν λίγο τα Starbucks στην πρώιμη φάση τους. Ο κόσμος δεν πάει να φάει μακαρόνια στα Mailo’s, αλλά πηγαίνει “να φάει Mailo’s”»!

Σε ό,τι αφορά τα μαθήματα που πήρε ο ίδιος μέσα απ’ αυτή τη γρήγορη διαδρομή; «Πρώτα απ’ όλα μην ακούς συμβουλές από κάποιον άσχετο. Πολλοί μου λέγανε ότι θα χάσω τα λεφτά μου, μεσίτες έλεγαν ότι το σημείο που άνοιξα το μαγαζί είναι “καταραμένο”, φίλοι μου έλεγαν “βάλε και κάνα σάντουιτς”. Oχι! Αν άκουγα όλους αυτούς, πολύ απλά δεν θα είχα φτάσει εδώ. Οπότε το να πιστέψεις στον εαυτό σου και στην ιδέα σου είναι θεμελιώδες!».

Τέλος, ως κινητήρια δύναμη για τον ίδιο αναφέρει τον πατέρα του. «Εγώ τον μπαμπά μου ήθελα να κάνω περήφανο. Ειδικά τα τελευταία χρόνια που λόγω της κρίσης δεν ήταν καθόλου εύκολα για την οικογένειά μας. Ωστόσο, όπως λένε, οι δυσκολίες χτίζουν χαρακτήρα. Κι εγώ ήθελα πάση θυσία να πετύχω».

By