Παρασκευή, 19 Απριλίου, 2024

Οι Έλληνες συλλέκτες, τα big deals και τα αριστουργήματα που αλλάζουν χέρια

Ο επισκέπτης στην κατοικία του Γιώργου Εμπειρίκου στην Λωζάνη της Ελβετίας, είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όταν τον οδήγησαν στο σαλόνι, αντικρίζοντας τουλάχιστον επτά πίνακες να κρέμονται στους τοίχους.

Ήταν διακριτικός και δεν πλησίασε κοντά, αλλά ήταν σίγουρος ότι υπήρχε ένας Γκογκέν, ένας Σεζάν, ένας Βαν Γκογκ και πιθανώς ένας Ρενουάρ και ένας Ντεγκά.

Ο συγκεκριμένος κύριος δεν ξέχασε ποτέ αυτή την επίσκεψη, που έλαβε χώρα πριν 15 χρόνια στο συγκεκριμένο σπίτι, εκεί όπου ο Έλληνας εφοπλιστής είχε μόνο κάποια αγαπημένα έργα τέχνης, από την προσωπική του συλλογή.

Μια συλλογή που είχε χαρακτηριστεί ως μία από τις κορυφαίες του πλανήτη, αφού περιελάμβανε και ένα αριστούργημα που μέχρι το 2012 παρέμενε άγνωστο στο ευρύ κοινό.

Ήταν ο πέμπτος πίνακας από τη σειρά του Πολ Σεζάν «Οι χαρτοπαίχτες» και ο μοναδικός σε χέρια ιδιώτη, αφού οι άλλοι τέσσερις κοσμούν τις προθήκες μουσείων.

Ο εφοπλιστής σπάνια τον έδειχνε και κάποια καλοκαίρια τον κρεμούσε στο σαλόνι του «Astarte», ένα εκπληκτικό ιστιοπλοϊκό σκαρί, το οποίο ήταν σαν δεύτερο σπίτι του.

Έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου το 2011, ο κόσμος της τέχνης συγκλονίστηκε όταν έγινε γνωστό ότι οι κληρονόμοι του εκλιπόντος πούλησαν τους «Χαρτοπαίχτες» στην Βασιλική Οικογένεια του Κατάρ.

Το deal είχε κλειστεί λίγους μήνες αφότου απεβίωσε, κάτω από συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, με τους κληρονόμους του να παραχωρούν τον πίνακα του Σεζάν έναντι 230.000.000 δολαρίων.

Ήταν το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί ποτέ για την αγορά ενός έργου τέχνης χωρίς να γίνουν γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες, ως είθισται στον χώρο της τέχνης.

Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, άλλωστε, ήταν ένας από τους πλέον μυστικοπαθείς collectioneur, ενώ είχε αρνηθεί πολλές φορές τις προσκλήσεις των κορυφάιων μουσείων του κόσμου για να παρουσιάσουν την εκπληκτική συλλογή του.

Ήταν τέτοιο το κύρος και οι γνώσεις του πάνω στην τέχνη, ώστε όταν παρήγγειλε δύο μπρούτζινα αγάλματα στον μεγάλο Χένρι Μουρ, ο τελευταίος επισκέφθηκε την κατοικία του εφοπλιστή στην Λωζάνη, ώστε να επιλέξει αυτός το κατάλληλο σημείο που θα τοποθετηθούν.

Εξίσου «αόρατος» ήταν και ο Αλέκος Γουλανδρής, ένας κορυφαίος συλλέκτης, ο οποίος είχε «ταλαιπωρήσει» δημοσιογραφικά αρκετές φορές αυτούς που τον έψαχναν, πρωτίστως επειδή δεν υπήχε ούτε μία φωτογραφία του δημοσιευμένη πουθενά.

Ο «αόρατος» κ. Γουλανδρής, που έχει φύγει πλέον από τη ζωή, γνώρισε πριν από έντεκα χρόνια -παρόλο που δεν νομίζω να το επιθυμούσε ιδιαίτερα- μια ευρεία δημοσιότητα, με αφορμή την πώληση ενός έργου τέχνης που του ανήκε.

Πρόκειται για τη δημιουργία του Ιταλού γλύπτη Αλμπέρτο Τζακομέτι «Το άρμα», η οποία κατέληξε στα χέρια του δισεκατομμυριούχου Στιβ Κοέν μετά την δημοπρασία που έλαβε χώρα στους Sotheby’s.

Το γλυπτό, που θεωρείται από τα πιο σπάνια έργα γλυπτικής στον κόσμο, ήταν ο διακαής πόθος αρκετών φιλότεχνων billionaires, και τα χειροκροτήματα μέσα στην αίθουσα μετά το τελευταίο χτύπημα, ήταν ηχηρότατα.

Ο στενός φίλος για δεκαετίες του Αλέκου Γουλανδρή Sir Taki -ο γνωστός Τάκης Θεοδωρακόπουλος- μέσα από τη στήλη που διατηρεί στον έγκριτο «Spectator» είχε αναλύσει με την ιδιαίτερη πένα του την για πολλούς αινιγματική φυσιογνωμία του «αόρατου» στο ευρύ κοινό Έλληνα collectioneuer.

Μέσα από το κείμενό του ξεπρόβαλλε ένας άνθρωπος παθιασμένος με την καλή ζωή, γόνος μιας από τις μεγαλύτερες εφοπλιστικές δυναστείες της χώρας.

Είχε αγοράσει το γλυπτό του Τζακομέτι το 1972 έναντι ενός πολύ μεγάλου για την εποχή εκείνη ποσού -όπως αποκάλυψε η New York Post είχε δώσει 372.000 δολάρια- και όπως είχε πει στον φίλο του «μπορούσες να αγοράσεις ένα ρετιρέ στην 5η λεωφόρο με πολύ λιγότερα χρήματα» από αυτά που έδωσε.

Η προσωπική του συλλογή θεωρείται μία από τις καλύτερες στον κόσμο, παρόλο που ελάχιστοι την έχουν δει από κοντά, τηρώντας απόλυτη εχεμύθεια για τα έργα που περιέχει.

Μέχρι την όγδοη δεκαετία της ζωής του, ο κ. Αλέκος Γουλανδρής εξακολουθούσε να κινείται μεταξύ Λονδίνου και Ελλάδας, αν και όπως γράφει ο Sir Taki δεν ήταν πλέον τόσο κινητικός.

Ο ίδιος τον συναντούσει συχνά, τα Χριστούγεννα τρώγανε σχεδόν καθημερινά στο Gstaad, όπου ο κ. Γουλανδρής είχε ένα εκπληκτικό σαλέ και τα καλοκαίρια χαλάρωναν στην έπαυλη που διατηρεί ο Έλληνας εφοπλιστής στο Πόρτο Χέλι.

Η πώληση του «The Chariot» για τον ίδιο απλά πρόσθεσε τότε άλλες 100.000.000 δολάρια στον τραπεζικό του λογαριασμό, όμως για τους γνώστες του χώρου των δημοπρασιών ήταν το deal της χρονιάς.

Τα οκτώ πρόσωπα που απαρτίζουν το σπάνιο φωτογραφικό ενσταντανέ μέσα στο σαλέ του εφοπλιστή Βασίλη Γουλανδρή στις Ελβετικές Άλπεις -στο θέρετρο του Γκστάαντ για την ακρίβεια- είναι έτοιμα να πάρουν το πρωινό τους, μια χειμωνιάτικη μέρα, πριν από περίπου 35 χρόνια. Κάποιοι χαμογελάνε γύρω από το άψογα στρωμένο τραπέζι με το καρό τραπεζομάντιλο και τα σερβίτσια, ενώ σε απόσταση αναπνοής από τον μυθικό εφοπλιστή, κρέμεται σε έναν τοίχο το αριστούργημα του Μαρκ Σαγκάλ «Ο μπλε βιολιστής».

Επρόκειτο για ένα μόνο από τα 83 αριστουργήματα της εκπληκτικής συλλογής, τα οποία θεωρούνται «χαμένα», για την ανιψιά του αείμνηστου Βασίλη Γουλανδρή κ. Ασπασία Ζαΐμη, η οποία θεωρεί ότι κάποια από αυτά της ανήκουν δικαιωματικά.

Το συγκεκριμένο έργο πουλήθηκε μέσω μιας offshore εταιρείας που εμφανίστηκε ως ιδιοκτήτης του σε δημοπρασία το 2005, η οποία λίγες μέρες αργότερα διαλύθηκε -και δεν είναι το μόνο σύμφωνα με τα Panama Papers.

Ίσως, λένε οι καλά γνωρίζοντες, τίποτε από όλα αυτά, ή τουλάχιστον κάποια -οι offshore στον Παναμά, οι αγοραπωλησίες πινάκων και η δικαστική διαμάχη μέσα στους κόλπους της οικογένειας- να μην είχαν γίνει, αν ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή είχαν αποκτήσει παιδιά, τα οποία θα ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι τους.

Στη φωτογραφία του σαλέ, το βλέμμα της Ελίζας Γουλανδρή είναι μάλλον θλιμμένο, καθώς περιτριγυρίζεται από τα ανίψια της, έχοντας απέναντί της τον άνδρα που σημάδεψε τη ζωή της, τον Βασίλη Γουλανδρή.

Έναν δανδή της ναυτιλίας, που εκτός από τη γυναίκα του λάτρεψε τις χρωματικές παλέτες του Σεζάν, του Βαν Γκογκ, του Πικάσο, του Πόλοκ, του Ρενουάρ και πολλών άλλων εξαιρετικών ζωγράφων.

Μόνο που ούτε αυτός, ούτε η σύζυγός του δεν είχαν προφανώς φανταστεί ότι κάποιες δεκαετίες μετά τον θάνατό τους τα Panama Papers θα αποκάλυπταν κάποια από τα καλά κρυμμένα μυστικά, τόσο των ιδίων όσο και των συγγενών τους.

Η γνωστότατη ιδιοκτήτρια γκαλερί στο Μανχάταν Έζρα Τσοάικι μιλώντας για τη συγκεκριμένη συλλογή δήλωσε ότι «η αξία των έργων ξεπερνάει τα 3 δισ. δολάρια». Η ίδια φέρεται να συμμετέχει τοιουτοτρόπως στη διερεύνηση μιας από τις μεγαλύτερες νομικές απαιτήσεις που αφορά έργα Τέχνης, συμπράττοντας και οικονομικά -σύμφωνα με τα όσα διαρρέουν στο πλευρό της κ. Ασπασίας Ζαίμη. «Θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη συλλογή αγνοουμένων πινάκων στην ιστορία», συμπλήρωσε με νόημα στον ρεπόρτερ του ICIJ που την προσέγγισε.

Σύμφωνα με τα Panama Papers, κάποια από τα έργα της συλλογής έχουν ήδη πουληθεί. Ένα από αυτά είναι το «Νεκρή φύση με πορτοκάλια» του Βίνσεντ Βαν Γκογκ που ανήκε στον Βασίλη Γουλανδρή, το οποίο άλλαξε χέρια έναντι 20 εκατ. δολαρίων.

Κάποιοι πίνακες του Βασίλη Γουλανδρή ήταν μόνιμα τοποθετημένοι στο σαλέ του στην Ελβετία ή στις κατοικίες που διατηρούσε στο Λονδίνο και τη Γενεύη, όπου μπορούσαν να τους θαυμάσουν οι εκάστοτε καλεσμένοι του.

Όταν έφυγε άρχισαν τα «μυστήρια» που αφορούσαν τη μυθική συλλογή του, αφού σύμφωνα με τον κ. Πέτρο Γουλανδρή, ο θείος του Βασίλης είχε πουλήσει ολόκληρη την συλλογή του στην εξωφρενικά χαμηλή τιμή των 31.700.000 δολαρίων στην εταιρεία Wilton Trading με έδρα τον Παναμά.

Το περίεργο είναι ότι παρά την πώληση, οι πίνακες παρέμειναν στην κατοχή του ζευγαριού, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί από αυτούς δανείστηκαν προσωρινά για να εκτεθούν σε μουσεία, ενώ κάποια κομμάτια της συλλογής πουλήθηκαν σε εμπόρους τέχνης, με τα έγγραφα απόκτησης να παραπέμπουν απευθείας στο εφοπλιστικό ζεύγος.

 

Τα deals που αφορούσαν κάποιες άλλες πωλήσεις της συλλογής παρέπμπαν σε τέσσερις offshore, ιδιοκτήτης των οποίων, σύμφωνα με τα όσα αποκάλυψαν τα Panama Papers, ήταν η μυστηριώδης για τους ερευνώντες δημοσιογράφους του ICIJ, Μαρί Βορίδη.

Χρειάστηκε μια συναλλαγή του 2004, σε συνδυασμό με μια φωτογράφιση από ελληνικό περιοδικό το 2005, για να καταλάβουν όλοι ποια ήταν η Μαρί Βορίδη.

Στις 22 Οκτωβρίου του 2004, σύμφωνα με τα έγγραφα της Mossack Fonceca, η κ. Βορίδη, μετέφερε όλα τα δικαιώματα της ελαιογραφίας του Πιέρ Ογκύστ Ρενουάρ «Η ράφτρα» στην εταιρεία Talara Holdings, και λίγες εβδομάδες αργότερα τα πήρε πίσω στο όνομά της.

Όταν τον Σεπτέμβριο του 2005 ένα ελληνικό περιοδικό παρουσίασε το εκπληκτικό διαμέρισμα της Ντόντας Βορίδη -αδερφής του Βασίλη Γουλανδρή- στο νούμερο 740 της Park Avenue, λίγοι γνώριζαν ότι το Ντόντα ήταν ένα χαϊδευτικό και όχι το πραγματικό της όνομα.

Το πραγματικό της ήταν Μαρί Βορίδη και στη φωτογράφηση που έγινε για το περιοδικό, πάνω από μια πανέμορφη κομόντα κρεμόταν στον τοίχο «Η ράφτρα» του Ρενουάρ.

Ο κ. Φίλιππος Νιάρχος ποτέ δεν λάτρεψε την δημοσιότητα που τον ακολουθούσε κατά πόδας από τότε που ήταν μικρός, πόσο μάλλον όταν ενηλικιώθηκε.

Από τα αυστηρά ιδιωτικά σχολεία, τα εφηβικά πάρτι στο Λονδίνο, το Saint Moritz και τη Νέα Υόρκη, μέχρι τα μυθικά ξενύχτια στο Studio 54, τις πολυδαίδαλες επιχειρηματικές του δραστηριότητες, τον γάμο του με την Βικτόρια Γκίνες και τα «χτυπήματα» δεκάδων εκατομμυρίων σε δημοπρασίες, η ζωή του είναι ένα μυθιστόρημα με πολλά συναρπαστικά κεφάλαια.

Ένα από αυτά, και μάλιστα αρκετά μεγάλο, αφορά το πάθος του για την τέχνη.

Ο πατέρας του, Σταύρος Νιάρχος, θα του δείξει τα διαμάντια της συλλογής του, που μεγαλώνει συνεχώς, όπως την περίφημη αυτοπροσωπογραφία «Yo, Picasso» του Πάμπλο Πικάσο, αλλά και αριστουργήματα των Γκογκέν και Ρενουάρ μεταξύ άλλων.

Όπως θα αποδειχθεί χρόνια αργότερα, οι αυτοπροσωπογραφίες καλλιτεχνών που ενδιαφέρουν τον πατέρα, θα γίνουν κάτι σαν φετίχ για τον υιό Νιάρχο.

Μαζί με τον αδερφό του, Φίλιππο, γνωρίζει τον Άντι Ουόρχολ και την pop art, που δεν ενθουσιάζει πολύ αρχικά τον τελευταίο, ο Φίλιππος όμως διακρίνει με αυτή τη μοναδική διαίσθηση που είχε για την τέχνη, ότι αυτή η νέα τάση έχει μέλλον.

Τη λατρεύει κυριολεκτικά, τόσο που βγάζει ακτινογραφία το κρανίο του για μια σειρά έργων που ο Άντι ονομάζει «Skulls», ενώ στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ο μεγιστάνας ασπάζεται τον αιρετικό Ντάμιεν Χιρστ και συζητά μαζί του περί τέχνης, εικαστικών τάσεων και «καυτών» νέων ονομάτων.

Το 1989, όταν ο πατέρας του χτυπάει σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s το «Yo, Picasso» έναντι 50 εκατ. δολαρίων, οι φήμες τον θέλουν να είναι δίπλα του, από την αρχή μέχρι το τελευταίο χτύπημα, εκστασιασμένος από την όλη διαδικασία.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, στις 19 Νοεμβρίου του 1998, στη δημοπρασία του οίκου Christie’s μια αυτοπροσωπογραφία του Βίνσεντ Βαν Γκονγκ με μπανταρισμένο αυτί είναι το highlight της βραδιάς.

Πρόκειται για έναν πίνακα ιδιαίτερης σημασίας για τους λάτρεις της τέχνης, οι οποίοι γνώριζαν ότι ο ζωγράφος τον είχε δημιουργήσει για να δείξει στη μητέρα του ότι ήταν καλά, μετά το επεισόδιο όπου είχε κόψει ο ίδιος το αυτί του.

Το κοινό που είχε κατακλύσει την αίθουσα του γνωστού οίκου δημοπρασιών στη Νέα Υόρκη αδημονούσε για τη μάχη που θα δινόταν, η οποία αποδείχτηκε πολύ σκληρή.

Ξεκίνησαν επτά πλειοδότες, άλλοι «χτυπώντας» το έργο τηλεφωνικά και άλλοι μέσα από την αίθουσα, αλλά όταν το τίμημα έφτασε τα 50 εκατ. δολάρια οι πέντε είχαν βγει εκτός παιχνιδιού.

 

Οι δύο εναπομείνατες πλειοδότες συνέχισαν να διεκδικούν την εκπληκτική αυτοπροσωπογραφία, η οποία κατέληξε στον άγνωστο εκείνη τη στιγμή αγοραστή έναντι 78 εκατ. δολαρίων.

Την επομένη, σε άρθρο των New York Times, το όνομα του Φίλιππου Νιάρχου φιγουράριζε ανάμεσα σε αυτά των πιθανών αγοραστών, χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετοί μήνες για να γίνει επίσημα γνωστό ότι ο Έλληνας μεγιστάνας ήταν ο νέος ιδιοκτήτης του τρίτου πιο ακριβού πίνακα που είχε πουληθεί ποτέ σε δημοπρασία μέχρι εκείνο το βράδυ.

 

(Visited 1 times, 1 visits today)
By