Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

Παπαδήμος: Δεν μετανιώνω που έγινα πρωθυπουργός

Για την τρομοκρατική επίθεση, την δύσκολη ανάρρωση, την επιστροφή στα καθήκοντά του αλλά και διαδεδομένους μύθους σε σχέση με την πρωθυπουργία του μίλησε ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Λουκάς Παπαδήμος, σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής.

Ερωτηθείς για την τρομοκρατική επίθεση ο κ. Παπαδήμος τονίζει ότι «σκεφτόταν εδώ και αρκετό καιρό ότι η διάχυση ψευδών και παραπληροφόρησης συνθέτει μια πολιτική ατμόσφαιρα που όχι μόνο δεν προάγει τον δημοκρατικό διάλογο, αλλά αποτρέπει τη σύγκλιση των απόψεων και τη συνεννόηση που είναι χρήσιμη για την αντιμετώπιση των μεγάλων εθνικών προβλημάτων».

Όπως σημειώνει «δεν έχασε τις αισθήσεις του και πράγματι είχε κάποιες σύντομες σκέψεις για το ενδεχόμενο του απροσδόκητου τέλους της ζωής, για το πόσα πράγματα ίσως δεν πρόλαβε να κάνει ή να πει σε αγαπημένους ανθρώπους, σκέψεις που προφανώς κάνει κάθε άνθρωπος που συνειδητοποιεί το ενδεχόμενο ενός τέλους».

«Προσπάθησα λοιπόν να επικεντρώσω τη σκέψη και τις πράξεις μου στην καλύτερη αντιμετώπιση της έκτακτης κατάστασης. Γενικά παρέμεινα ήρεμος και συγκροτημένος. Τελικά πήγαν όλα καλά», συμπληρώνει.

Ερωτηθείς για το εάν μετάνιωσε που έγινε πρωθυπουργός, ο κ. Παπαδήμος απαντά: «Όχι, δεν έχω μετανιώσει. Οι αποφάσεις μου για την ανάληψη των ευθυνών για τη διακυβέρνηση της χώρας ουσιαστικά επηρεάστηκαν από τους κινδύνους που η ίδια η χώρα αντιμετώπιζε τότε. Όποιος και αν ήταν ο προσωπικός κίνδυνος, δεν θα άλλαζα την απόφασή μου».

Όσο για το γιατί δεν κούρεψε όλο το δημόσιο χρέος εξηγεί πως «η μονομερής διαγραφή του χρέους θα ισοδυναμούσε με απόλυτη, άτακτη χρεοκοπία που θα συνεπαγόταν την άμεση και επώδυνη έξοδο από το ευρώ».

Όπως διευκρινίζει στη συνέχεια θα μηδενίζονταν οι περιουσίες σε ελληνικά ομόλογα, όχι μόνο των ξένων πιστωτών, αλλά και των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων χωρίς να υπήρχε σε αυτή την περίπτωση συμφωνημένο πρόγραμμα για τη στήριξή τους. Και εφόσον θα διαγράφονταν και τα ομόλογα που κατείχε η ΕΚΤ, αυτό θα οδηγούσε σε χρεοκοπία, η οποία θα απέκλειε τη χρηματοδότηση της χώρας από τους θεσμούς και θα προκαλούσε την έξοδο από το ευρώ.

Ερωτηθείς γιατί δεν εξαιρέσαμε τις ελληνικές τράπεζες και τα Ταμεία από το PSI και την αναδιάρθρωση του χρέους,ο πρώην πρωθυπουργός τονίζει ότι «αυτό δεν ήταν εφικτό στην πράξη». «Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, μια ασύμμετρη αντιμετώπιση των ομολογιούχων θα διευκόλυνε εκείνους που θα αντιμετωπίζονταν δυσμενώς (ξένες τράπεζες, ξένα ταμεία κ.ά.) να εγείρουν αξιώσεις και να αρνηθούν να συμμετάσχουν εθελοντικά στο PSI. Η άρνηση συμμετοχής στο PSI των ξένων πιστωτών θα είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία και τη ματαίωση του PSI. Η ματαίωση του PSI θα ανάγκαζε τους θεσμούς να συμπεράνουν ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την εξυπηρέτηση ενός χρέους που είναι αδύνατον να περικοπεί εθελοντικά. Η διακοπή εξυπηρέτησης του χρέους θα είχε ως αποτέλεσμα όλα τα ελληνικά ομόλογα να μηδενιστούν και η χώρα να περιέλθει σε κατάσταση χρεοκοπίας. Αυτό θα είχε ως συνέπεια την έξοδο από το ευρώ. Οι απαιτήσεις των πιστωτών θα επικρέμονταν για δεκαετίες, αποκλείοντας την πρόσβαση στις αγορές. Ταυτόχρονα, οι επιδράσεις στην απασχόληση και στο λαϊκό πορτοφόλι από τον πληθωρισμό και την υποτίμηση της δραχμής θα ήταν καταστροφικές. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα γινόταν με κούρεμα των καταθέσεων και με ένα νέο ξένο δάνειο.

Όσο για το αν θα μπορούσε να επιτύχει καλύτερο PSI με μια πιο αποτελεσματική διαπραγμάτευση ο κ. Παπαδήμος αναφέρει πως «ο στόχος ήταν να εξασφαλιστεί το μέγιστο ποσοστό περικοπής που θα αποδέχονταν εθελοντικά οι ιδιώτες πιστωτές. Η επιδίωξη ήταν να μην εγείρουν αξιώσεις και να μην απορρίψουν το PSI»

«Χωρίς να ανοίξει μύτη, η Ελλάδα κατόρθωσε να ανταλλάξει ομόλογα για τα οποία θα πλήρωνε για το καθένα 100 ευρώ με νέα ομόλογα για τα οποία ουσιαστικά θα πληρώσει για το καθένα 20 ευρώ. Πόσο σκληρότερη διαπραγμάτευση θα έπρεπε να γίνει;» συμπληρώνει.

«Θα ήθελα να προσθέσω», τονίζει ο πρώην πρωθυπουργός, «ότι η συμφωνία για το δεύτερο οικονομικό πρόγραμμα και η συμφωνία για την απομείωση και την αναδιάρθρωση του χρέους έπρεπε να επιτευχθούν ταυτόχρονα. Χωρίς το PSI δεν θα ήταν εφικτή η συμφωνία για το δεύτερο πρόγραμμα. Και χωρίς το δεύτερο πρόγραμμα και τη χρηματοδότηση των 130 δισ. ευρώ που το συνόδευε δεν θα δέχονταν οι πιστωτές να ανταλλάξουν τα ομόλογά τους με νέους τίτλους μικρότερης ονομαστικής αξίας και με όρους (αποπληρωμής και επιτοκίων) πολύ ευνοϊκότερους για την Ελλάδα».

By