Κάποτε οι πρόγονοί μας ζούσαν στην αιωνιότητα. Πώς; Πριν την εφεύρεση του χρόνου και των βασικών μονάδων του, οι άνθρωποι δεν σχέτιζαν τις καθημερινές ασχολίες τους με τον χρόνο, δεν βιαζόντουσαν, δεν είχαν χρονικούς περιορισμούς και δεν αναρωτιόντουσαν «Πόσο χρόνο θα μου πάρει αυτό;».
Ο Νταλί ζωγράφισε το 1931 έναν παράξενο πίνακα, που ονόμασε «Η επιμονή της μνήμης» και έδειχνε τα διάσημα έως σήμερα, ρολόγια που λιώνουν. Ο καλλιτέχνης σχολίαζε με αυτό το έργο του, την έλλειψη νοήματος και την ρευστότητα του χρόνου μέσα στον κόσμο των ονείρων μας – ή ίσως και γενικά μέσα στη ζωή μας. Χιλιετίες πριν την εφεύρεση αυτής της περίεργης έννοιας, οι άνθρωποι θα συμφωνούσαν απόλυτα με την ζωγραφιά του Νταλί. Τότε που η ζωή τους δεν οριζόταν από την ένδειξη ενός ρολογιού και που χρησιμοποιούσαν άλλους τρόπους για να μετρήσουν ή να ορίσουν τη διάρκεια μιας διαδικασίας, όπως τα μικρά παιδιά σήμερα που δεν έχουν φτάσει ακόμα να κατανοήσουν την έννοια του χρόνου. Τα πράγματα διαρκούσαν όσο διαρκούσαν και η βιασύνη έμοιαζε μια κατάσταση ξένη.
Η ζωή πριν και μετά το ρολόι
Περίπου μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα, οι άνθρωποι ζούσαν αυτό που πολλοί ιστορικοί αποκαλούν «προσανατολισμένο στις εργασίες» τρόπο ζωής. Ο χρόνος δηλαδή δεν ήταν μια διαφορετική έννοια από τις δουλειές που έκαναν στην καθημερινότητά τους. Αρκετά δύσκολο για εμάς να το συλλάβουμε, τη στιγμή που εξαρτιόμαστε από τον χρόνο κάθε ημέρα της ζωής μας. Τότε όμως, το να κόψεις ξύλα, για παράδειγμα, δεν διαρκούσε μισή ώρα, αλλά διαρκούσε όσο χρειαζόταν για να επιτευχθεί το αποτέλεσμα.
Όσο η Ευρώπη άρχιζε να βιομηχανοποιείται, η παραπάνω κατάσταση άρχιζε σταδιακά να αλλάζει. Όλοι είδαν το όφελος μιας ζωής ανθρώπων και κυρίως εργαζόμενων, που συμβαδίζει με τον χρόνο και το ρολόι, μετά από τις πρώτες τις σιδηροδρομικές εταιρείες και την βρετανική ταχυδρομική υπηρεσία, που τα χρησιμοποιούσαν τακτικά. Οι μεγάλες βιομηχανίες χρειάζονταν τους ανθρώπους να δουλεύουν συντονισμένα για να αυξάνουν τις μαζικές παραγωγές, όσο τριγύρω αυξανόταν ο καταναλωτισμός – και ο καπιταλισμός, δυο έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, ας μην ξεχνάμε. Είναι άλλωστε δύσκολο να ελέγξει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού χωρίς ένα ρολόι που θα δείχνει κάθε πότε ο εργάτης φτάνει στο εργοστάσιο.
Σήμερα τα ρολόγια και η εμμονή μας με τον χρόνο μοιάζουν να έχουν αναπροσανατολίσει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο, ειδικότερα αν σκεφτούμε συνεχώς πόσο συχνά ελέγχουμε την ώρα στο τηλέφωνό μας. Αν και τα πράγματα ήταν κάποτε «προσανατολισμένα στο καθήκον» και ο κόσμος κινούνταν όπως κινούνταν ο κόσμος, πλέον προσπαθούμε να τεντώσουμε και να σπάσουμε τον κόσμο για να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις του ρολογιού. Το ρολόι δεν λέει ποτέ ψέματα και δεν πρέπει να αργήσουμε. Και ξαφνικά κάπως έτσι ο χρόνος μοιάζει σαν εχθρός μας. Τι είναι όμως στην πραγματικότητα;
Τι είναι ο χρόνος τελικά;
Ο χρόνος είναι πανδαμάτορας, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός, είναι το πιο σημαντικό νόμισμα της ζωής μας, είναι γρήγορος και φεύγει, είναι ασταμάτητος, σκληρός, καλός και θαυματουργός. Τόσες εκφράσεις για να μπορέσουμε να ορίσουμε αυτή την τόσο δύσκολη έννοια, την οποία ρομαντικοποιούμε και ανάγουμε σε ποίηση για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε μαζί της αρμονικά. Ακόμα όμως, απλοί άνθρωποι και επιστήμονες, αναρωτιόμαστε τι είναι τελικά ο χρόνος;
Τον 17ο αιώνα, ο φυσικός Νεύτωνας είδε τον χρόνο σαν ένα βέλος που εκτοξεύεται από ένα τόξο, το οποίο ταξιδεύει σε μια ευθεία γραμμή και δεν παρεκκλίνει ποτέ από την πορεία του. Για τον Νεύτωνα, ένα δευτερόλεπτο στη Γη ήταν το ίδιο χρονικό διάστημα με το ίδιο δευτερόλεπτο στον Άρη, τον Δία ή στο βαθύ διάστημα. Πίστευε ότι η απόλυτη κίνηση δεν μπορούσε να ανιχνευθεί, πράγμα που σήμαινε ότι τίποτα στο σύμπαν δεν είχε σταθερή ταχύτητα, ακόμη και το φως. Εφαρμόζοντας αυτή τη θεωρία, μπόρεσε να υποθέσει ότι αν η ταχύτητα του φωτός μπορούσε να μεταβάλλεται, τότε ο χρόνος πρέπει να είναι σταθερός. Ο χρόνος πρέπει να κυλάει από το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο, χωρίς να υπάρχει διαφορά μεταξύ της διάρκειας δύο δευτερολέπτων. Αυτό είναι κάτι που είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι ισχύει. Κάθε μέρα έχει περίπου 24 ώρες- δεν υπάρχει μια μέρα με 26 ώρες και μια με 23.
Το 1905 ωστόσο, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν υποστήριξε ότι η ταχύτητα του φωτός δεν μεταβάλλεται, αλλά είναι σταθερή και ταξιδεύει με ταχύτητα 186.282 μίλια ανά δευτερόλεπτο (299.792 χιλιόμετρα ανά δευτερόλεπτο). Υποστήριξε ότι ο χρόνος μοιάζει περισσότερο με ποτάμι, που φθίνει και ρέει ανάλογα με τις επιδράσεις της βαρύτητας και του χωροχρόνου. Ο χρόνος θα επιταχυνόταν και θα επιβραδυνόταν γύρω από κοσμολογικά σώματα με διαφορετικές μάζες και ταχύτητες, και επομένως ένα δευτερόλεπτο στη Γη δεν ήταν το ίδιο χρονικό διάστημα παντού στο σύμπαν.
Δεκαετίες αργότερα, η θεωρία του Αϊνστάιν αποδείχθηκε αληθινή. Τον Οκτώβριο του 1971, οι φυσικοί J.C. Hafele και Richard Keating δοκίμασαν τη θεωρία του Αϊνστάιν πετώντας τέσσερα ατομικά ρολόγια casio σε αεροπλάνα γύρω από τον κόσμο, πηγαίνοντας προς τα ανατολικά και στη συνέχεια προς τα δυτικά. Τα αποτελέσματά τους, τα οποία έδειξαν αλλαγές στον χρόνο κατά νανοδευτερόλεπτα από ότι ένα επίγειο ρολόι, υποστήριξαν τη θεωρία του Αϊνστάιν ότι ο χρόνος αυξομειώνεται και μεταβάλλεται σε όλο το σύμπαν. Αν λοιπόν ο χρόνος όντως σημαίνει διαφορετικά πράγματα για κάθε στιγμή στο σύμπαν μας, τότε γιατί τόση βιασύνη;