Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Πώς ο πληθωρισμός φέρνει παγκόσμιο νομισματικό πόλεμο

Απόδοση – επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος

Ήταν η Isabel Schnabel της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που το ξεκίνησε. Τον Φεβρουάριο παρουσίασε γράφημα για το πόσο είχε αποδυναμωθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ. Δύο μήνες αργότερα, ο Tiff Macklem της Bank of Canada θρήνησε την πτώση του καναδικού δολαρίου. Ο πρόεδρος της Swiss National Bank, Thomas Jordan, υπονόησε ότι θα ήθελε να δει ένα ισχυρότερο ελβετικό φράγκο.

Το δολάριο ΗΠΑ είχε εκτιναχθεί στα ύψη –πλέον 7% μέσα στο 2022– ενώ η Federal Reserve ετοιμαζόταν να καταπολεμήσει επιθετικά τον πληθωρισμό. Έτσι, ένας-ένας, οι κεντρικοί τραπεζίτες παντού, απελπισμένοι να δαμάσουν τις πληθωριστικές πιέσεις στις δικές τους «αυλές», άρχισαν να στέλνουν ανοικτά το μήνυμα υπέρ της ενίσχυσης των νομισμάτων τους- που συμβάλλει στη μείωση του κόστους των εισαγωγών, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη. Είναι μια μορφή παρέμβασης τόσο σπάνια που και μόνο η αναφορά της κίνησε τις αγορές. Στις 16 Ιουνίου, η Ελβετία εξέπληξε τους traders με την πρώτη αύξηση επιτοκίων από το 2007, εκτοξεύοντας το φράγκο στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων επτά ετών. Ώρες αργότερα, η Bank of England ανακοίνωσε επίσης αύξηση επιτοκίων, σηματοδοτώντας και μεγαλύτερες αυξήσεις που έρχονται προσεχώς.

Η αξία των νομισμάτων έχει αναδειχθεί ως ένα ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της εξίσωσης του πληθωρισμού. Ο οικονομολόγος της Goldman Sachs, Michael Cahill, αναφέρει ότι δεν μπορεί να θυμηθεί εποχή που οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων χωρών να είχαν θέσει ως στόχο την ισχυροποίηση των νομισμάτων τόσο επιθετικά. Πρόκειται για τον λεγόμενο «αντίστροφο νομισματικό πόλεμο» – για περισσότερο από μια δεκαετία, οι χώρες επιζητούσαν το αντίθετο. Ένα ασθενέστερο νόμισμα σήμαινε ότι οι εγχώριες εταιρείες μπορούσαν να πωλούν αγαθά στο εξωτερικό σε πιο ανταγωνιστικές τιμές, βοηθώντας την οικονομική ανάπτυξη. Με το κόστος των πάντων, από τα καύσιμα μέχρι τα τρόφιμα και τις συσκευές να αυξάνεται στα ύψη, η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης έχει γίνει ξαφνικά πιο σημαντική.

Είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Εάν αφεθεί ανεξέλεγκτος, αυτός ο διεθνής ανταγωνισμός απειλεί να προκαλέσει άγριες διακυμάνσεις στην αξία διεθνώς κυρίαρχων νομισμάτων, να «κοντύνει» τις εταιρείες εξαγωγικού προσανατολισμού, να ανατρέψει τα χρηματοοικονομικά των πολυεθνικών και να μετατοπίσει τα βάρη του πληθωρισμού ανά τον κόσμο.

Παρεμβάσεις
Οι νομισματικοί πόλεμοι είναι γνωστό ότι αποτελούν παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Κάθε χώρα «θέλει το ίδιο πράγμα», λέει ο Alan Ruskin της Deutsche Bank, ωστόσο «δεν μπορείς να το έχεις αυτό στον κόσμο των νομισμάτων».

Μία από τις πιο αξιοσημείωτες κρατικές παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας στις αγορές συναλλάγματος έγινε το 1985. Η αξία του δολαρίου ΗΠΑ είχε εκτοξευθεί κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν λόγω της αύξησης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο που είχε ποτέ έναντι της βρετανικής λίρας.

Τον Σεπτέμβριο του 1985, οι κεντρικοί τραπεζίτες των ΗΠΑ συναντήθηκαν με τους Γάλλους, Γερμανούς, Ιάπωνες και Βρετανούς ομολόγους τους στο Plaza Hotel στη Νέα Υόρκη. Σε αυτό που έγινε γνωστό ως Συμφωνία του Plaza, κατέληξαν σε ένα σχέδιο που θα οδηγούσε το αμερικανικό νόμισμα σε απομείωση αξίας κατά 40% τα επόμενα δύο χρόνια, έως ότου οι υπουργοί Οικονομικών υπέγραψαν τη Συμφωνία του Λούβρου στο Παρίσι που τερμάτισε την προσπάθεια.

Έκτοτε, οι κυβερνήσεις σπάνια έχουν παρέμβει τόσο ρητά για να επηρεάσουν την αξία των νομισμάτων. Πιο «λεπτού» χαρακτήρα προσπάθειες είναι πιο συνηθισμένες.

Η Κίνα έχει εξοργίσει εδώ και χρόνια τους επικριτές της, αρνούμενη να επιτρέψει στο γιουάν να ενισχυθεί, καθώς οι φθηνές εξαγωγές τροφοδοτούσαν μια οικονομική άνθηση.

Ίσως καμία χώρα σήμερα δεν είναι πιο γνωστή για τις προσπάθειές της να θέσει πλαφόν στην αξία του νομίσματός της από την Ιαπωνία, όπου η πτώση του γιεν έχει γεμίσει τις τσέπες εταιρειών όπως οι Toyota και Nintendo. O διοικητής της Bank of Japan, Haruhiko Kuroda, παραδέχτηκε πρόσφατα ότι η βουτιά του γιεν δεν είναι θετική για την οικονομία. Το νόμισμα έχει υποχωρήσει περισσότερο από 18% φέτος και οι traders συναλλάγματος στοιχηματίζουν ότι θα έρθει σύντομα η μέρα που οι Ιάπωνες κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αντιστρέψουν τη στάση τους.

Σενάρια
Στον σημερινό νομισματικό πόλεμο, το ισχυρό δολάριο ΗΠΑ έχει αναμφισβήτητα τα περισσότερα να χάσει. Τα κέρδη του το 2022 αποδείχθηκαν ευλογία για μια Federal Reserve που προσπαθεί να καταπολεμήσει την ταχύτερη αύξηση τιμών των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

Οι ΗΠΑ μπορεί να μην απολαμβάνουν αυτό το πλεονέκτημα για πολύ. Οι αυξήσεις των επιτοκίων στην Ελβετία και στη Βρετανία έχουν ήδη επιβαρύνει το δολάριο, το οποίο νωρίτερα μέσα στον Ιούνιο σημείωσε τη μεγαλύτερη διήμερη πτώση του από τον Μάρτιο του 2020.

Ορισμένοι εταιρικοί κλάδοι θα καλωσορίσουν την αποδυνάμωση. Η Salesforce αναφέρει ότι αναμένει τα κέρδη του δολαρίου να της κοστίσουν 600 εκατομμύρια δολ. σε έσοδα στην τρέχουσα χρήση.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες, ειδικά οι εξαγωγείς όπως η Αργεντινή και η Τουρκία, είναι από τις πιο ευάλωτες. Πολλές αναδυόμενες οικονομίες έχουν περισσότερο χρέος σε δολάρια από ό,τι σε δικά τους νομίσματα. Αυτό είναι το χειρότερο σενάριο – να υποτιμάται το νόμισμά σου έναντι του δολαρίου όταν έχεις χρέος σε δολάρια.

Υπολογίζεται ότι μια άνοδος 10% στο δολάριο περιορίζει έναν καλπάζοντα πληθωρισμό κατά μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα. Οι ειδικοί προειδοποιούν, πάντως, ότι οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση ενέχει υψηλό κίνδυνο αποτυχίας. Η πρόβλεψη του τρόπου με τον οποίο οι αγορές συναλλάγματος μπορεί να αντιδράσουν σε μια πολιτική κίνηση είναι σχεδόν αδύνατη.

By