Τετάρτη, 24 Απριλίου, 2024

Προϋπολογισμός: «Ηλεκτροπληξία» λόγω φυσικού αερίου

Μια νέα ισορροπία αναζητεί στην Οικονομία η κυβέρνηση για το φθινόπωρο και τον χειμώνα που έρχεται. Για πρώτη φορά μετά από μισό χρόνο αφότου ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία, κάθε αισιόδοξο σενάριο έχει ουσιαστικά διαψευστεί.

Και ενώ τον Ιούλιο η κυβέρνηση εγκατέλειπε την ιδέα να καταθέσει νέο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, μη μπορώντας να στηριχτεί σε καμία διεθνή πρόβλεψη για το άμεσο μέλλον, υποχρεώνεται σταδιακά πλέον να ετοιμάσει συμπληρωματικό προϋπολογισμό ανάγκης, για να καλύψει το «βουνό» των εκτάκτων δαπανών που προκύπτουν από την εκτίναξη των τιμών Ενέργειας.

Οι αποφάσεις θα ληφθούν τις επόμενες μέρες ή και ώρες, με απώτατο όριο πάντως έως τις αρχές του Σεπτέμβρη. Το ύψος της νέας έκτακτης δαπάνης μπορεί να προσεγγίζει ή να ξεπερνά το 1 δισ. ευρώ.

Το μέγα παράδοξο, το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, είναι ότι όσο αυξάνονται οι διεθνείς τιμές φυσικού αερίου, τόσο φουντώνουν οι ανάγκες νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αλλά ταυτόχρονα στενεύουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για μέτρα στήριξης.

Αντιθέτως, αν «ξεφουσκώσουν» οι τιμές αερίου, η καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού ανοίγει δρόμους για παροχές, παρότι όμως οι ανάγκες της αγοράς και της κοινωνίας θα είναι τότε μικρότερες.

Με τις τιμές φυσικού αερίου να έχουν σκαρφαλώσει και να παραμένουν στα επίπεδα ρεκόρ που είχαν φτάσει τον Μάρτιο, δεν μπορεί να προβλέψει κανείς ούτε κάθε μήνα πια, ούτε πώς θα εξελιχθεί ο επόμενος!

Μείζον πρόβλημα είναι ότι ενώ το Δημόσιο εισπράττει περισσότερα, λόγω αύξησης της ονομαστικής τιμής των ενεργειακών (και όχι μόνον) προϊόντων, την ίδια στιγμή χάνει πολλά, τόσο από την πτώση του όγκου των πωλήσεων λόγω ακρίβειας που τα καθιστά απλησίαστα, όσο και σε δαπάνες για λειτουργικές ανάγκες του κράτους ως καταναλωτή, αλλά και σε επιδοτήσεις του κράτους για να (συμ)πληρώνει όλους τους λογαριασμούς του ιδιωτικού τομέα -νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Πυρετώδεις συσκέψεις γίνονται ήδη για τα ζητήματα αυτά στο οικονομικό επιτελείο και στο Γενικό Λογιστήριο του κράτους. Και αντί να συζητούν το πακέτο Μητσοτάκη ενόψει ΔΕΘ, καταγράφουν τις επιπτώσεις κάθε μέρας και κάθε εξέλιξης, αφότου ξέσπασε η κρίση, μέχρι και τον χειμώνα που έρχεται.

Μετά την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου στην Ουκρανία, η τιμή χονδρικής ανά θερμική μεγαβατώρα τον Μάρτιο στην Ευρώπη έφτασε 200 ευρώ, αλλά για τους επόμενους τρεις μήνες υποχώρησε περίπου στα 100 ευρώ. Παρότι ποτέ στην ιστορία δεν είχε ξεπεράσει τα 30 ευρώ και τον Δεκέμβριο του 2021 είχε φτάσει στα 50, η εκτίναξε σε 1 τρίμηνο ως τα 200 ευρώ, έκανε την πτώση στα 100 να φαντάζει «χάδι» για τα δημόσια οικονομικά μέχρι τον Ιούνιο.

Ωστόσο, από τον Ιούλιο με τη μείωση του αερίου από τον αγωγό της Gazprom η τιμή έφτασε και ξεπέρασε τελικά τα 200 ευρώ, επίπεδα από τα οποία δεν δείχνει να υποχωρεί. Η σταθερότητα που δείχνει στα 200, μάλιστα, δείχνει σαν να συσσωρεύει ενέργεια για να πατήσει προς ακόμα υψηλότερα επίπεδα.

Όλα αυτά έχουν άμεση αντανάκλαση και στις τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, η χονδρική τιμή του οποίου στην Ελλάδα για σήμερα είναι 400 ευρώ η μεγαβατώρα, ή 40 λεπτά ανά κιλοβατώρα -για τα μεγέθη ενός νοικοκυριού. Για τους λογαριασμούς αυτούς, μόνο τον Αύγουστο η κυβέρνηση δίνει επιδότηση 1,1 δισ. ευρώ, που αλλιώς θα τα πλήρωναν νοικοκυριά και επιχειρήσεις: Άμεσα ως κόστος ρεύματος, αλλά και πολλά ακόμα επιπλέον σε ένα μπαράζ ανατιμήσεων σε ολόκληρο το φάσμα της αγοράς.

By