Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

Στην παραλία με κράτηση

Oι τρεις πιο μισητές λέξεις που μπορεί να ακούσει ένας άνθρωπος την Κυριακή το πρωί είναι: «έχετε κάνει κράτηση;». Εχει προηγηθεί μίας ώρας και ενός τετάρτου διαδρομή σε δρόμους και στενά που πιθανότατα μόνο το Google Maps γνωρίζει, προκειμένου να μας γλιτώσει από την κίνηση της κεντρικής αρτηρίας. Αφήνουμε το αυτοκίνητο στη χωμάτινη έκταση που αποκαλείται πάρκινγκ και κατευθυνόμαστε σε ένα συμπαθέστατο μπιτς μπαρ που, περιέργως πώς, δείχνει να κρατά την ένταση της ήπιας μουσικής του στα πλαίσια της αξιοπρέπειας. Σκέφτομαι πως ίσως τελικά άξιζε το κυριακάτικο ξύπνημα από τις 9.

Ηδη τα βλέμματά μας χαϊδεύουν νοερά τις άδειες ξαπλώστρες, προκειμένου να κατασταλάξουν σε αυτές που θα φιλοξενήσουν τα σώματά μας τις επόμενες ώρες. Ερχονται όμως οι τρεις μισητές λέξεις να μας ξυπνήσουν από το θερινό όνειρο. «Εχετε κάνει κράτηση;». Κοιταζόμαστε αμήχανα μεταξύ μας. Ψελλίζουμε πως δεν το ξέραμε πως πρέπει να κάνουμε κράτηση, δεν το θεωρήσαμε δηλαδή απαραίτητο. Αλλωστε είμαστε στην Αττική, όχι στις Κυκλάδες, σωστά; Η υπάλληλος στην υποδοχή μας κοιτά με οίκτο. Οχι για την ταλαιπωρία που θα υποστούμε, αλλά για το πόσο ανίδεοι μπορεί να είμαστε. «Μπορούμε να βολευτούμε και στα πουφ…» λέμε διστακτικά, αλλά όπως ενημερωνόμαστε είναι όλα ρεζερβέ, ξαπλώστρες, πουφ, μέχρι και αυτά τα αντιαισθητικά κρεβάτια που δεν θυμίζουν σε τίποτα σκηνικό παραλίας. Και τώρα τι κάνουμε;

Κατά μήκος της ακτής δεν διαφαίνεται διαθέσιμο ούτε ένα τεταρτημόριο φυσικής σκιάς, οπότε το ενδεχόμενο απλά να στρώσουμε τις πετσέτες μας στην άμμο εξανεμίζεται με συνοπτικές διαδικασίες. Ξανά στο χωμάτινο πάρκινγκ, αυτή τη φορά για οπισθοχώρηση. Το κενό που αφήνουν οι τέσσερις ρόδες πίσω μας, κάνει χαρούμενη μια οικογένεια που πιθανότατα οργάνωσε την εξόρμηση καλύτερα από εμάς.

Η νεαρή υπάλληλος στην υποδοχή μάς ακούει με κατανόηση και κοιτάει το ντοσιέ της σαν γιατρός πριν τη διάγνωση.

Δεύτερη στάση στο επόμενο μπιτς μπαρ, λιγότερο συμπαθητικό από το προηγούμενο και σαφώς πιο θορυβώδες, η συνθήκη της συμπάθειας όμως φαντάζει πλέον πολυτέλεια. Η νεαρή υπάλληλος στην υποδοχή μάς ακούει με κατανόηση και κοιτάει το ντοσιέ της σαν γιατρός πριν τη διάγνωση. «Εχω μόνο ένα σετ στην πρώτη σειρά». Πλέον έχουμε μπει στο νόημα και περιμένουμε να ακούσουμε την τιμή: 80€. Αν είχαμε προνοήσει και είχαμε κάνει κράτηση για μια από τις ταπεινές «πίσω» ξαπλώστρες θα δίναμε 60€. «Για την επόμενη φορά να ξέρετε, μπορείτε να κάνετε και online την κράτησή σας ή αλλιώς πάρτε μας τηλέφωνο! Αλλά θα σας συμβούλευα να μην το αφήσετε για τελευταία στιγμή, μέχρι Τετάρτη το αργότερο» μας συμβουλεύει η υπάλληλος. Φεύγουμε αποθαρρημένοι.

Παίρνουμε τηλέφωνο στα πιο κοντινά μπιτς μπαρ: «Εχω διαθέσιμο μόνο ένα κρεβάτι, στα 80€». «Δεν έχω τίποτα, αυτό το σαββατοκύριακο έγινε χαμός». Αποφασίζουμε πως τελικά δεν μας ενοχλεί και τόσο πολύ ο ήλιος και στρώνουμε τις πετσέτες μας πάνω στην καυτή άμμο. Σύντομα καταφτάνουν πλήθη ημερήσιων κατασκηνωτών, φορτωμένα με τέντες, ομπρέλες, φορητά ψυγεία, ψάθες και μικρά φουσκωτά μαξιλάρια. Στήνουν τα βασίλειά τους δίπλα μας και εμείς τους κοιτάμε με ένα μίγμα θαυμασμού και φθόνου. Επιστρέφουμε λίγες ώρες αργότερα στην Αθήνα αμίλητοι, σαφώς καμένοι, αλλά και σαφέστατα σοφότεροι.

Ο τιμοκατάλογος της ξαπλώστρας

Κάνοντας μια γρήγορη έρευνα στους τιμοκαταλόγους των μπιτς μπαρ βλέπουμε πως τα ποσά που ακούσαμε δεν ξεφεύγουν ιδιαίτερα από τον μέσο όρο. Για αρχή είναι καθολικός κανόνας πως το Σαββατοκύριακο οι οικονομικές απαιτήσεις φτάνουν μέχρι και να διπλασιάζονται. Σε πολυτελές μπιτς μπαρ της Βουλιαγμένης η τιμή για ένα σετ ομπρέλας με δυο ξαπλώστρες είναι στα 90€ και το σαββατοκύριακο εκτοξεύεται στα 150€. Τόσο κοστίζουν και δύο πουφ σε καμπάνα τις καθημερινές, με την τιμή να ανεβαίνει στα 190€ τα σαββατοκύριακα.

Σε μπιτς μπαρ ξενοδοχείου στο Σούνιο από 40€ τις καθημερινές, οι επισκέπτες καλούνται να πληρώσουν 80€ το σαββατοκύριακο για ένα σετ και συν 10€ αν θέλουν την περιβόητη μπροστινή σειρά. Αν έχετε παιδί μαζί σας και είναι μέχρι 10 ετών δικαιούστε να παραμείνει μαζί σας στις δύο ξαπλώστρες. Για δύο παιδιά όμως θα χρεωθείτε και ένα επιπλέον σετ. Σε μπιτς μπαρ της Βούλας επιπλέον στα 50€ ή 60€ της ομπρέλας θα πρέπει να πληρώσετε και 7 ή 8,5€ είσοδο. Πιο χαμηλές είναι οι τιμές σε Μαραθώνα και ακόμα πιο χαμηλές στον Σχοινιά, όπου η τιμή για το σετ ανεβαίνει μόλις 5€ το σαββατοκύριακο (από τα 25 στα 30), ενώ περιλαμβάνει και δύο καφέδες. Στα 25€ είναι η τιμή και σε μπιτς μπαρ στο Δασκαλειό Κερατέας, χωρίς να υπάρχει ο διαχωρισμός της πρώτης σειράς.

Το καλοκαίρι που ένας στους δυο Ελληνες δηλώνει πως δεν θα κάνει διακοπές, μέχρι και η ημερήσια απόδραση σε οργανωμένη παραλία καταλήγει σε αντιφατική πολυτέλεια.

Οι κατάλογοι, σε ότι αφορά το φαγητό, τους καφέδες και τα ποτά, παραμένουν φυσικά σταθεροί μέσα στην εβδομάδα, παρουσιάζουν όμως τις δικές τους διακυμάνσεις ανάλογα με την εκάστοτε παραλία στην οποία εδρεύουν. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η γκάμα των επιλογών είναι αρκετά διευρυμένη, αλλά και πως οι τιμές της αγοράς διαμορφώνονται από τον γνωστό κανόνα προσφοράς και ζήτησης. Αυτή είναι η μετριοπαθής ανάγνωση. Το ίδιο καλοκαίρι όμως, που ένας στους δυο Έλληνες δηλώνει πως δεν θα κάνει φέτος διακοπές αντιλαμβανόμαστε πως μέχρι και η ημερήσια απόδραση σε οργανωμένη παραλία καταλήγει σε αντιφατική πολυτέλεια. Από τη μια δεν βρίσκουμε να κάτσουμε, και από την άλλη αναρωτιόμαστε ποιοι είναι άραγε όλοι αυτοί στις ξαπλώστρες δίπλα μας;

By