Προφυλακιστέοι κρίθηκαν, μετά την απολογία τους σε ειδική ανακρίτρια της Θεσσαλονίκης, δύο από τους πέντε συλληφθέντες που κατηγορούνται για συμμετοχή σε κύκλωμα, το οποίο έκανε αγορές και εξοφλούσε λογαριασμούς τρίτων με κλεμμένους κωδικούς τραπεζικών καρτών.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες περιλαμβάνονταν δύο αστυνομικοί, ένας από τη Θεσσαλονίκη κι ένας από τη Λαμία, οι οποίοι, μετά την απολογία τους ενώπιον της ανακρίτριας, όπου φέρεται να αρνήθηκαν την εμπλοκή τους στην υπόθεση, αφέθηκαν ελεύθεροι άνευ όρων. Οι δύο κατηγορούμενοι που πήραν το δρόμο προς τις φυλακές -με σύμφωνη γνώμη ανακρίτριας και εισαγγελέα- αρνήθηκαν μέρος των πράξεων που τους καταλογίζονται.
Αντίθετα με τους δύο προφυλακισθέντες, ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφέθηκε ο πέμπτος κατηγορούμενος που κατά το παρελθόν υπήρξε ιερέας και απολογούμενος φέρεται να δέχθηκε τις εις βάρος του αποδιδόμενες πράξεις, λέγοντας ότι το έκανε για να βοηθήσει κόσμο.
Η υπόθεση άρχισε να διερευνάται στις αρχές του 2018 από τη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Βορείου Ελλάδος, όταν έγιναν οι πρώτες καταγγελίες ιδιωτών, ενώ υποβλήθηκε και μήνυση από ένα τραπεζικό ίδρυμα.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, ιδιώτης, εκ των προφυλακισθέντων, φέρεται να αγόραζε από ιστοσελίδες του εξωτερικού κλεμμένους κωδικούς PIN πελατών τραπεζών, με τους οποίους το κύκλωμα πραγματοποιούσε αγορές μέσω διαδικτύου, χρεώνοντας τους ανυποψίαστους κατόχους τους με διάφορα χρηματικά ποσά. Το ίδιο κύκλωμα φαίνεται επιπλέον ότι έκανε αγορές προπληρωμένων καρτών ή ηλεκτρονικών πορτοφολιών.
Κατά την ίδια δικογραφία, η κύρια δραστηριότητα της φερόμενης εγκληματικής οργάνωσης ήταν η εξόφληση, για λογαριασμό τρίτων, οφειλών προς οργανισμούς κοινής ωφέλειας και το δημόσιο. Όπως έγινε γνωστό, σε περισσότερες από εκατό περιπτώσεις εμφανίζεται να έχει εξοφλήσει λογαριασμούς, μέσω του διαδικτυακού συστήματος τραπεζών, εισπράττοντας από τους ωφελούμενους το 30 με 40% των λογαριασμών, χρεώνοντας την ίδια ώρα τους τραπεζικούς λογαριασμούς των θυμάτων.
Οι δύο αστυνομικοί, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε η αστυνομία, είχαν τον ρόλο της αποστολής λογαριασμών, είτε δικών τους είτε τρίτων, προς εξόφληση από τα αρχηγικά μέλη του κυκλώματος.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΑΣ., το συνολικό ύψος των επιβεβαιωμένων απατηλών συναλλαγών ξεπερνά τις 380.000 ευρώ, εκ των οποίων ποσό ύψους 230.000 ευρώ σχετίζεται με πληρωμές λογαριασμών και το υπόλοιπο ποσό (150.000 ευρώ) αντιστοιχεί σε οικονομική ζημία τραπεζικού ιδρύματος.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα τέσσερα πρόσωπα στα οποία αποδίδεται συνέργεια σε απάτη με υπολογιστή, αλλά δεν συνελήφθησαν διότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της αυτόφωρης διαδικασίας.