Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024

To ΔΝΤ χαρακτηρίζει ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος

Στην έκθεση του ΔΝΤ μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση χρέους μεγαλύτερη από αυτή που συζητείται τώρα

imf621_210114

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με επικαιροποιημένη έκθεσή του που φέρει ημερομηνία 14 Ιουλίου χαρακτηρίζει ως«εξαιρετικά μη βιώσιμο» το ελληνικό χρέος. Μάλιστα αναφέρει ότι θα πρέπει να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους πολύ μεγαλύτερη αυτής που συζητείται μέχρι τώρα. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες υπολογίζονται στα 85 δισ. μέχρι το τέλος του 2018, ενώ θεωρεί ανέφικτη τη διατήρηση πλεονασμάτων 3,5%.

Αναλυτικότερα

Το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει γίνει εξαιρετικά μη βιώσιμο. Αυτό οφείλεται στην χαλάρωση πολιτικών κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, με την πρόσφατη επιδείνωση στο εγχώριο μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον λόγω του κλεισίματος του τραπεζικού συστήματος να επιβαρύνει σημαντικά την δυσμενή δυναμική.

Οι χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το τέλος του 2018 εκτιμώνται τώρα στα 85 δισ ευρώ και το χρέος αναμένεται να κορυφωθεί κοντά στο 200% του ΑΕΠ τα επόμενα δύο χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει νωρίς συμφωνία για ένα πρόγραμμα. Το Ελληνικό χρέος μπορεί τώρα να γίνε βιώσιμο μόνο μέσω μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που πάνε πέρα από αυτά που η Ευρώπη είναι μέχρι στιγμής πρόθυμη να εξετάσει.

1.Η πιο πρόσφατη Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) του προσωπικού του ΔΝΤ δημοσιεύθηκε πριν από λιγότερο από δυο εβδομάδες. Σημείωνε ότι:

(i) Πριν από περίπου έναν χρόνο, αν είχαν εφαρμοστεί όπως συμφωνήθηκαν οι πολιτικές του προγράμματος, δεν θα χρειάζονταν περαιτέρω ελάφρυνση χρέους για να επιτευχθούν οι στόχοι υπό το πλαίσιο του Νοεμβρίου του 2012 (χρέος στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και «βιώσιμα χαμηλότερα» του 110% του ΑΕΠ μέχρι το 2022)

(ii) Όμως οι σημαντικές ελλείψεις στην εφαρμογή του προγράμματος τον τελευταίο χρόνο οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της χρηματοδοτικής ανάγκης –κατά περισσότερο από 60 δισ. ευρώ- που εκτιμώνταν μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Ως αποτέλεσμα, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ μέχρι το 2022 προβλέπονταν να αυξηθεί από το εκτιμώμενο λιγότερο από έναν χρόνο πριν περίπου 105%, στην αναθεωρημένη εκτίμηση του 142%, σημαντικά υψηλότερα από τον στόχο του 110% του ΑΕΠ. Αυτό, στο πλαίσιο της συμφωνίας του Νοεμβρίου 2012, θα υποδήλωνε σημαντικά επιπλέον μέτρα για τη μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους.

(iii) Ωστόσο, όπως αναφέρεται λεπτομερώς στην δημοσιοποιηθείσα DSA –λαμβανομένου υπ” όψιν του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους ανήκει τώρα σε επίσημους ευρωπαίους πιστωτές με όρους εκτός αγοράς- θα μπορούσε να υπάρξει επιχείρημα για αλλαγή του πλαισίου αποθέματος χρέους που συμφωνήθηκε τον Νοέμβριο του 2012, σε ένα πλαίσιο που θα επικεντρώνεται στον δρόμο των μικτών χρηματοδοτικών αναγκών.

Αυτό θα στήριζε το συμπέρασμα ότι τα «κουρέματα» θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν υπήρχε μια σημαντική περαιτέρω επέκταση των ωριμάνσεων ολόκληρου του αποθέματος του ευρωπαϊκού χρέους (GLF, EFSF) υπό την μορφή ενός διπλασιασμού των περιόδων χάριτος και αποπληρωμής, με παρόμοιους ευνοϊκούς όρους για νέα χρηματοδότηση. Στον πυρήνα αυτού του συμπεράσματος είναι η θεμελιώδης υπόθεση πως το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να υποτεθεί ότι να μεταφερθεί και πάλι στον ισολογισμό του ιδιωτικού τομέα με επιτόκιο που συνάδει με την βιωσιμότητα του χρέους μέχρις ότου το χρέος είναι πολύ χαμηλότερο. Η Ελλάδα δεν μπορεί να επιστρέψει σύντομα στις αγορές με επιτόκια που μπορεί να αντέξει οικονομικά από μεσοπρόθεσμη άποψη.

2. Τα γεγονότα των τελευταίων δυο εβδομάδων –το κλείσιμο των τραπεζών και η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων- επιφέρουν μεγάλο βάρος στο τραπεζικό σύστημα και στην οικονομία, οδηγώντας σε περαιτέρω σημαντική επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους σε σχέση με αυτό που προβλέπονταν στην πρόσφατα δημοσιοποιηθείσα DSA μας. Μια πλήρης και ολοκληρωμένη αναθεώρηση αυτής της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους μπορεί να γίνει μόνο σε αργότερο στάδιο, λαμβάνοντας υπ” όψιν την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ως αποτέλεσμα του κλεισίματος του τραπεζικού συστήματος και των λεπτομερειών των πολιτικών που ακόμα δεν έχουν συμφωνηθεί. Ωστόσο, είναι ήδη ξεκάθαρο σ” αυτό το στάδιο πως θα υπάρξει σημαντική αύξηση της χρηματοδοτικής ανάγκης.

Η προκαταρκτική (αμοιβαία συμφωνημένη) εκτίμηση των τριών θεσμών είναι ότι οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες μέχρι το τέλος του 2018 θα αυξηθούν στα 85 δισ. ευρώ, ή περίπου 25 δισ. ευρώ υψηλότερα αυτού που προέβλεπε η DSA του ΔΝΤ που δημοσιεύθηκε πριν από δυο εβδομάδες, σε μεγάλο βαθμό λόγω της εκτιμώμενης ανάγκης για μεγαλύτερο «μαξιλάρι» για τον τραπεζικό τομέα, στα 25 δισ. ευρώ. Προσαρμόζοντας μηχανικά την πρόσφατη DSA μας για αυτές τις αλλαγές και λαμβάνοντας υπ” όψιν τον συμφωνημένο πιο αδύναμο δρόμο ανάπτυξης για τα επόμενα δυο χρόνια, δημιουργούνται οι ακόλουθες βασικές εκδοχές:

α. Το χρέος θα κορυφώνονταν κοντά στο 200% του ΑΕΠ τα επόμενα δυο χρόνια. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις προηγούμενες προβλέψεις πως η κορύφωση του χρέους –στο 177% του ΑΕΠ το 2014- βρίσκεται ήδη πίσω μας.

β. Μέχρι το 2022, το χρέος προβλέπεται τώρα ότι θα βρίσκεται στο 170% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το εκτιμώμενο 142% του ΑΕΠ που προβλέπονταν στη δημοσιοποιηθείσα DSA μας.

γ. Οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα αυξάνονταν σε επίπεδα πολύ υψηλότερα αυτών που ήταν κατά την τελευταία αξιολόγηση (και πάνω από το όριο του 15% που θεωρείται ασφαλές) και θα συνεχίζονταν να αυξάνονται μακροπρόθεσμα.

3. Επιπλέον, οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε σημαντικά καθοδικά ρίσκα, υποδηλώνοντας πως θα μπορούσε να υπάρξει ανάγκη για επιπλέον έκτακτη χρηματοδότηση από τα Κράτη Μέλη με ακόλουθη επιδείνωση στην δυναμική του χρέους:

(i) Μεσοπρόθεσμος στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος: Από την Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες. Ελάχιστες χώρες το έχουν καταφέρει αυτό. Η αντιστροφή βασικών μεταρρυθμίσεων του δημοσίου τομέα που έχει ήδη εφαρμοστεί –ιδιαίτερα οι μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και τον δημόσιο τομέα- χωρίς ακόμα να υπάρχει συγκεκριμενοποίηση εναλλακτικών μεταρρυθμίσεων, εγείρει ανησυχίες για την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει αυτόν τον στόχο.

Επιπλέον, η αποτυχία να αντισταθεί σε πολιτικές πιέσεις για να χαλαρώσει τον στόχο, που έγιναν εμφανείς μόλις το πρωτογενές ισοζύγιο έγινε πλεονασματικό, εγείρει επίσης αμφιβολίες αναφορικά με την υπόθεση ότι τέτοιοι στόχο μπορούν να διατηρηθούν για παρατεταμένες περιόδους. Η κυβέρνηση και οι ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες αυτές τους επόμενους μήνες.

(ii) Ανάπτυξη: Η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται ότι από την χαμηλότερη ανάπτυξη παραγωγικότητας και συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην ευρωζώνη, θα πάει σε μια από τις υψηλότερες, κάτι που θα απαιτήσει πολύ φιλόδοξες και σταθερές μεταρρυθμίσεις. Για να συμβεί αυτό, η κυβέρνηση – η οποία έχει «παγώσει» βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις- θα πρέπει να ορίσει ισχυρές και αξιόπιστες εναλλακτικές στο πλαίσιο των επερχόμενων συζητήσεων για το πρόγραμμα

(iii) Τραπεζική στήριξη: η προτεινόμενη επιπλέον έγχυση μεγάλης κλίμακας στήριξης για το τραπεζικό σύστημα θα είναι η τρίτη τέτοια δημοσίως χρηματοδοτούμενη διάσωση τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι περαιτέρω ενέσεις κεφαλαίων θα μπορούσαν να είναι απαραίτητες στο μέλλον, απουσία μιας ριζοσπαστικής λύσης για τα ζητήματα διακυβέρνησης που βρίσκονται στη ρίζα των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Σε αυτό το στάδιο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια για το θέμα αυτό.

4. Η δραματική επιδείνωση της βιωσιμότητας του χρέους παραπέμπει στην ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους σε κλίμακα που θα πρέπει να ξεπερνά κατά πολύ αυτό που εξετάζεται μέχρι σήμερα –και αυτό που έχει προταθεί από τον ESM. Υπάρχουν αρκετές επιλογές. Αν η Ευρώπη προτιμά και πάλι να παράσχει ελάφρυνση χρέους μέσω παρατάσεις στις λήξεις, θα πρέπει να υπάρχει μια πολύ δραματική παράταση με περιόδους χάριτος ας πούμε 30 ετών για ολόκληρο το απόθεμα χρέους, συμπεριλαμβανομένης της νέας βοήθειας.

Αυτό αντανακλά την βασική υπόθεση πως το χρέος δεν μπορεί να υποτεθεί ότι θα μεταφερθεί και πάλι στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα με επιτόκια κοντά στα τρέχοντα επιτόκια AAA προτού τα επίπεδα του χρέους έχουν υποχωρήσει σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα• ο δανεισμός με επιτόκια άλλα από ΑΑΑ βραχυπρόθεσμα θα δημιουργήσει μια μη βιώσιμη δυναμική χρέους για τις επόμενες αρκετές δεκαετίες. Άλλες επιλογές περιλαμβάνουν ξεκάθαρες ετήσιες μεταφορές πόρων προς τον ελληνικό προϋπολογισμό ή βαθιά εμπροσθοβαρή «κουρέματα».

Η επιλογή μεταξύ των διαφόρων επιλογών είναι κάτι που θα αποφασίσουν η Ελλάδα και οι ευρωπαίοι εταίροι της.