Πέμπτη, 5 Δεκεμβρίου, 2024

Το «Ελληνικό όνειρο» της Cayenne: Πως έγινε το «εθνικό» μας αυτοκίνητο και που κατέληξε

H σταδιοδρομία της Porsche Cayenne στην Ελλάδα, τα προ κρίσης χρόνια, είχε πολύ ψωμί. Και παντεσπάνι επίσης. Αυτή είναι η Οδύσσεια του εμβληματικού SUV και η κατάσταση του σήμερα.

Γράφει ο Αλέξανδρος Κορέσσης.

«Ανάπτυξη δεν σημαίνει περισσότερες Porsche Cayenne στους στενούς ελληνικούς δρόμους. (…). Οι Έλληνες δημιουργούσαν όταν ζούσαν λιτά. Όταν δεν είχαν δάνεια και υπερχρεωμένες πιστωτικές κάρτες». Αυτά επεσήμαινε, τον Ιανουάριο του 2015, συνηγορώντας υπέρ του λιτού βίου, ο τότε (και για πολύ λίγο) υπ. Οικονομικών.

Ότι ένα, δηλαδή, από τα μεγάλα προβλήματα κατά το πρόσφατο αμαρτωλό παρελθόν μας, ήταν η Cayenne. Όχι φυσικά το αυτοκίνητο per se, αλλά το τι αυτό συμβόλιζε, για μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, από το 2002 όταν πρωτοκυκλοφόρησε.

Για την ιστορία, όταν ο τότε CEO της Porsche, Dr Wendelin Wiedeking, είδε τη μούρλα των Αμερικανών (και των Ευρωπαίων βεβαίως) για τα SUV, και έχοντας ως προτεραιότητά του την επιβίωση της μάρκας, έκανε την κίνηση που σήκωσε τα φρύδια όλου του ειδικού και μη Τύπου, ο οποίος μίλησε τότε για ιεροσυλία.

Και έφτιαξε την πρώτη τετράπορτη Porsche. Και όχι μόνον αυτό, την έφτιαξε και «τζιπ». Έχοντας έτοιμα εγκαταστάσεις συναρμολόγησης, πάτωμα, μοτέρ και ιστορία της μάρκας, δημιούργησε το τέλειο άλλοθι για όλους όσοι ήθελαν (άσχετα αν μπορούσαν) να αποκτήσουν μια Porsche, αφήνοντας όλους τους άλλους να προσπαθούν να καταλάβουν τι έγινε.

Και κάπως έτσι δικαιολογείται, εν μέρει, η μανία που ενέσκηψε μόλις η πρώτη Cayenne εμφανίστηκε στην Ελλάδα. Όλοι ήθελαν από μια. Όχι βέβαια για να δείχνουν το κλειδί στην καφετέρια, ούτε για το «κοιτάχτε με, πληβείοι» στα φανάρια, προς Θεού, αλλά για την «ασφάλεια που σου προσφέρει, ρε παιδί μου».

Για να μπορούν να βάζουν μέσα την οικογένεια με τα μπαγκάζια, τα ποδήλατα, τα σερφ, τη σούβλα, για να πηγαίνουν τα παιδιά στο σχολείο (WAF* Factor 10 με τόνο), ενώ κανείς φυσικά δεν νοιαζόταν τότε για τα 25 λίτρα σούπερ αμόλυβδης που έκαιγε για κάθε 100 χιλιόμετρα, ούτε για τα €850 που ήθελε για αλλαγή λαδιών.

Στην πραγματικότητα, λίγοι ήξεραν τι αγόραζαν, ενώ πολύ περισσότεροι ποτέ τους δεν κατάλαβαν γιατί τους πέρναγαν τα Ιμπιζάκια με τις αλυσίδες στους χιονισμένους δρόμους πέριξ της Αράχωβας. Κάτι για το οποίο και πάλι δεν έφταιγε το ίδιο το αυτοκίνητο.

Η τρέλα του μεγαλείου, σε αγαστή συνεργασία με τις τράπεζες που σκορπούσαν τότε τα χρήματα, έστειλε τις εγχώριες πωλήσεις της μάρκας σε ασύλληπτα νούμερα που έφτασαν τα 400 αυτοκίνητα το 2004 και τα 500 το 2005. Ήταν λοιπόν φυσικό το καλό αυτοκίνητο να γίνει συνώνυμο με τη νεοπλουτιά (Β’ Περιόδου) των συμπολιτών μας, οι οποίοι, στον τομέα «ανάπτυξη», δυστυχώς δεν τα πήγαν εξίσου καλά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του status της Cayenne είναι το ότι μια φορά, κάνοντας όπισθεν για να παρκάρω, υπό την καθοδήγηση παρκαδόρου εξοχικής ταβέρνας, και ακούγοντας το φανάρι τού πίσω αυτοκινήτου να σπάει, τον άκουσα να φωνάζει: «Μην ανησυχείτε, εσείς δεν πάθατε τίποτα. Το από πίσω είναι, αλλά είναι Lada»! Βέβαια, όταν ήρθε ο λογαριασμός, είδα ότι είχε χρεώσει το Lada ολόκληρο.

Πάντως, για όσους δεν γνωρίζουν, ας αναλύσουμε τις τιμές των αυτοκινήτων αυτών (όχι μόνο των Cayenne) για να δούμε πώς αυτές συνέβαλαν κατά πολύ στην ανάπτυξη, όπως αυτή τουλάχιστον εννοείται από το ελληνικό κράτος.

Ένα τέτοιο λοιπόν αυτοκίνητο, με τα διάφορα απολύτως απαραίτητα έξτρα, κόστιζε -και κοστίζει- περίπου €130.000. Από αυτά, η βασική τιμή του (η εργοστασιακή τιμή συν το κέρδος τού αντιπροσώπου) ήταν περίπου €75.000. Τα υπόλοιπα χωρίζονταν σε ΦΠΑ (€15.000) και ειδικό τέλος ταξινόμησης (€40.000).

[Σ.σ. Για εσάς που είστε ακόμη εδώ, το τέλος ταξινόμησης μιας «βασικής» Cayenne είναι €32.768, ο ΦΠΑ €15.360 και η τελική τιμή πώλησής της €112.100.]

Με τέλη κυκλοφορίας περίπου €500 (€918 σήμερα για την Cayenne Turbo), με περίπου 50.000 χλμ συνολικά για πέντε χρόνια και με το κράτος να εισπράττει το 65% από τη βενζίνη, βλέπουμε (εντάξει, λίγο μπακάλικα) ότι από το περί ου ο λόγος αυτοκίνητο εισέρρεαν στα κρατικά ταμεία περισσότερα χρήματα απ’ όσο έκανε να αγοράσεις το αυτοκίνητο. Δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο κράτος να προσλάβει καναδυό δημόσιους υπάλληλους παραπάνω (η ανάπτυξη που λέγαμε).

Εδώ φυσικά έχουμε το (ακλόνητο) επιχείρημα ότι αν δεν παράγεις τίποτα, καλό είναι να μην αγοράζεις Cayenne. Ούτε να την χρονομισθώνεις, ελπίζοντας ότι τα μισθώματα θα πληρωθούν από τα κέρδη(!) της επιχειρήσεώς σου και θα «ρίξεις» και την εφορία (τι θυμήθηκα τώρα…).

Πάντως, γεγονός είναι ότι πολύ μας έχουν λείψει τα τελευταία χρόνια οι Cayenne. Οι λίγες που κυκλοφορούν έχουν από πίσω το αυτοκόλλητο του ΚΤΕΟ, κάτι που, όσο να ’ναι, μια μικρή κατάθλιψη για την κατάντια μας σου τη φέρνει.

Και παρόλο που οι τιμές τους έχουν καταβαραθρωθεί, οι μεταχειρισμένες Cayenne συνεχίζουν να παραμένουν στα αζήτητα. Άσε που με τον νέο νόμο, ούτε για ιστορική δεν την παίρνει κανείς…

(*) WAF: Wife Acceptance Factor //O Αλέξανδρος Κορέσσης γράφει δημόσια για αυτοκίνηση και αυτοκίνητα.

By