Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Viva Wallet: Οι επενδυτές, η J.P. Morgan και ο… Αντετοκούνμπο

Πως περιέγραψε ο Χάρης Καρώνης την πορεία της εταιρείας μέχρι να γίνει και επισήμως ο πρώτος ελληνικός «μονόκερος»

Για την πορεία της Viva Wallet, από την εποχή, όπου έφτιαχνε υπηρεσίες για τρίτους – τράπεζες και τηλεπικοινωνιακούς παρόχους – μέχρι τη στιγμή που έκλεισε το deal με την J.P. Morgan, αποκτώντας και επίσημα τον τίτλο του πρώτου ελληνικού «μονόκερου», μίλησε ο ιδρυτής και CEO της εταιρείας, Χάρης Καρώνης.

«Το 1999 – 2000 ελλείψει χρηματοδότησης για να επιβιώσει μία εταιρεία στην Ελλάδα έπρεπε να κάνει δουλειές για άλλους. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ως ένα software house αρχικά για τράπεζες (Eurobank, Εθνική Τράπεζα), οι οποίες εκείνη την περίοδο έβγαιναν στο εξωτερικό, αλλά και τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους (Hellas on Line που στη συνέχεια, απορροφήθηκε από την Intracom). Με τις πληρωμές αποφασίσαμε να ασχοληθούμε το 2008, οπότε και ξέσπασε η κρίση. Δεδομένου, ωστόσο, των καθυστερήσεων στην εφαρμογή της PSD1 καταφέραμε να λάβουμε την πρώτη άδεια το 2012 και να βγάλουμε υπηρεσία το 2013. Ταυτόχρονα, μπαίνουμε και στο κομμάτι των αεροπορικών εισιτηρίων που, όμως, αποχωρήσαμε με ψηλά το κεφάλι την περίοδο της πανδημίας», τόνισε, στο πλαίσιο του Open Coffee ο Χάρης Καρώνης, αναφερόμενος και στο πολύκροτο «λουκέτο» της Air Fast Tickets του Νίκου Κοκλώνη.

«Κινήσεις σαν του Κοκλώνη ή των Velti, MLS, Akazoo, Folli Follie ευθύνονται για το γεγονός ότι ακόμη και οι επιτυχίες της Viva έγιναν ακόμη πιο δύσκολες. Γι’ αυτό η J.P. Morgan έκανε due diligence με 384 ανθρώπους, σε ένα data room με 2.200 ερωτήσεις που έπρεπε να απαντήσουμε γραπτά και 3.500 αρχεία. Όταν κάποιος πουλάει το εισιτήριο 100 με 150 ευρώ κάτω από την τιμή της αεροπορικής που το αγοράζει καταλαβαίνεις ότι αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα είναι μία προσπάθεια να μαζέψει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα και να εκμεταλλευτεί το delay που πληρώνει, για να κάνει μεγαλύτερο ‘κανόνι’ στη συνέχεια», εξήγησε.

Ταυτόχρονα, η Viva δραστηριοποιήθηκε και στο κομμάτι των ακτοπλοϊκών, «καίγοντας» χρήματα από τις πρώτες υπηρεσίες, αφού δεν είχε λάβει καμία χρηματοδότηση.

«Σήμερα, είμαστε ένα software house με, e-money άδειες – έχουμε υποκαταστήματα σε 23 χώρες, δραστηριότητα σε 24 χώρες – και τραπεζική άδεια – διαβατήριο σε όλες αυτές τις αγορές, ενώ είμαστε σε διαδικασία μετάπτωσης λόγω Brexit για να έχουμε μία ακόμη άδεια στην Αγγλία. Κάνουμε focus μόνο στην Ευρώπη», σχολίασε, ενώ κάνοντας την αυτοκριτική του παραδέχθηκε πως έχει κάνει πάρα πολλά λάθη.

«Ένα από τα πιο βασικά είναι ότι αναλώθηκα πάρα πολύ στην ελληνική αγορά, για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό που με καθυστερούσε ήταν ότι ήθελα η υπηρεσία να είναι όλο και καλύτερη. Όταν, όμως, βγεις στο εξωτερικό διαπιστώνεις ότι με πολύ λιγότερα πράγματα βγάζουν υπηρεσία. Ο Στηβ Τζομπς έβγαλε το iphone χωρίς mms. Έβγαλε, δηλαδή, κάτι που θα το εξέλισσε, στη συνέχεια.

Οι επενδυτές

Τις επενδυτικές δυσκολίες που αντιμετώπισε η Viva στα πρώτα της βήματα, αλλά και στη συνέχεια περιέγραψε ο Χάρης Καρώνης. «Έχω δεχθεί πολλές απορρίψεις. Δεν βρίσκαμε επενδυτές για πάρα πολλά χρόνια. Κάποια στιγμή καταφέραμε να βρούμε λεφτά από το εξωτερικό και συγκεκριμένα, από τον Μάικλ Μπράουν, ιδρυτή της Euronet. Ήταν να βάλει δύο εκατ. ευρώ στην Ελλάδα, 30 εκατ. ευρώ στην Πολωνία και 50 εκατ. ευρώ στη Γερμανία, αλλά τελικά το deal δεν προχώρησε, γιατί η εταιρεία είχε τότε μεγάλα συμβόλαια με την Τράπεζα Πειραιώς. Το καλοκαίρι του 2014 υπήρξε ενδιαφέρον από τη Deca που, ευτυχώς, τους αποφύγαμε γιατί η φήμη τους ήταν λίγο «βαριά». Χάσαμε, λοιπόν, την Euronet, αποφύγαμε τη Deca και πέσαμε στα χέρια του καλύτερου επενδυτή που θα μπορούσαμε να έχουμε, την οικογένεια Λάτση», ανέφερε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει:

«Πήραμε ένα ομολογιακό δάνειο 3+3 εκατ. ευρώ και αυτό πολύ γρήγορα – τον Σεπτέμβριο και τον Απρίλιο του 2015 – να το μετατρέψουν σε equity. Τότε, λοιπόν, επειδή η ελληνική αγορά πίεζε εάν η Viva είναι του Καρώνη ή του Λάτση, οδηγηθήκαμε – μετά από παρότρυνση της οικογένειας – να δεχθούμε να μπει η Deca, θεωρώντας δεδομένο ότι δεν θα την βλέπαμε ποτέ, γιατί θα ακολουθούσε στις επιλογές. Αυτό, τελικά, δεν ήταν φτιαγμένο σωστά στα χαρτιά και η Deca σήκωσε… μπαϊράκι κάποια στιγμή, αφού βάλαμε μεγάλα ονόματα».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η Viva κατάφερε να «σηκώσει» χρήματα από την Hedosophia που την βοήθησε να διαχειριστεί και το θέμα της Deca, ενώ πλέον ο ίδιος έχει επενδύσει χρήματα σε αυτούς, αλλά και τον Jim Breyer, τον πρώτο επενδυτή του Facebook. Ακολούθησαν οι Tencent και Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), ενώ προσφάτως έκλεισε το deal με την J.P. Morgan. «Μας προσέγγισαν για δύο λόγους: για τις localize υπηρεσίες που παρέχουμε στις χώρες, στις οποίες έχουμε παρουσία και για την υποδομή μας που είναι όλη στο cloud», εξήγησε ο Χάρης Καρώνης.

Ερωτηθείς για το τι πρέπει να προσέξει μία startup στο «κυνήγι» του επενδυτή, ο ίδιος υπογράμμισε τη σημασία που έχουν τα πρόσωπα. «Αυτά έχουν μία ιστορία, την οποία πρέπει να διαβάζουμε, έχοντας κατά νου πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Πρέπει, δηλαδή, να γίνεται due diligence στους ανθρώπους πίσω από τα funds».

Ο Αντετοκούνμπο

Την άποψή του για την τηλεργασία κατέθεσε ο Χάρης Καρώνης, αναφερόμενος σε μία συνομιλία που είχε με τον ισχυρό άνδρα της J.P., Jamie Dimon.

«Με ρώτησε κάποια στιγμή εάν ισχύει ότι δεν έχω ανθρώπους work from home. Του απάντησα πως έχω μόνον τέσσερις και του εξήγησα τον λόγο. Τότε με προσκάλεσε στο Μαϊάμι, όπου θα συγκεντρώνονταν περί τα 150 άτομα, το top level management της J.P., για να εκφράσω την άποψή μου για το θέμα. Δεν πήγα και μου ζήτησε να κάνουμε σύνδεση μέσω teams. Μπήκα και αντί να πω όλη την τεκμηρίωση αρκέστηκα στο εξής: ο Γιάννης Αντετοκούνμπο δεν μπορεί να κάνει work from home. Αυτό σημαίνει πως κάποιοι ρόλοι μπορούν και κάποιοι όχι να δουλέψουν από το σπίτι. Άρα, πρέπει ο καθένας να δει που θέλει να εντάξει τον εαυτό του: σε αυτόν που φτιάχνει τη φανέλα του Αντετοκούνμπο ή στον ίδιο που πρωταγωνιστεί στον αγώνα και δημιουργεί τις φάσεις; Η φάση της Viva δεν φτιάχτηκε από εμένα στο σπίτι μου», ανέφερε.

By