Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024

«Ξανά στην ύφεση» είπε η Τράπεζα της Ελλάδος- Δείτε την έκθεση

Προς τα κάτω αναθεώρησε τις εκτιμήσεις της για την ελληνική οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως προκύπτει από την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής η οποία δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

© FOSPHOTOS Alexandros Katsis
© FOSPHOTOS Alexandros Katsis

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στα τέλη του 2014 υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι η ελληνική οικονομία, έχοντας υπερβεί την ύφεση, εισέρχεται σε φάση ανάπτυξης. Η Τράπεζα της Ελλάδος, όπως και όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, προέβλεπαν τότε άνοδο του ΑΕΠ το 2015 και επιτάχυνση της ανόδου το 2016.

Σήμερα οι προβλέψεις αυτές έχουν αναθεωρηθεί προς τα κάτω, καθώς τα πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ δείχνουν επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης και συρρίκνωση του ΑΕΠ σε τριμηνιαία βάση για δύο συνεχόμενα τρίμηνα. Η επιδείνωση των δεικτών οικονομικού κλίματος και των συνθηκών χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα υποδηλώνουν ότι η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας θα γίνει εντονότερη το β’ τρίμηνο του 2015, με κίνδυνο η οικονομία να μπει σε μια νέα φάση ύφεσης.

Άμεση και σοβαρότερη συνέπεια της αβεβαιότητας που επικράτησε τους τελευταίους μήνες ήταν η απώλεια εμπιστοσύνης.

Αυτή αποτυπώθηκε στην άνοδο της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων και τον αποκλεισμό των ελληνικών εταιρειών από χρηματοδότηση στις αγορές κεφαλαίων. Παράλληλα, δυσχέρανε ουσιαστικά τις διαπραγματεύσεις, ενισχύοντας όσους επιδιώκουν αποκοπή της Ελλάδος από τη ζώνη του ευρώ.

Στο εσωτερικό, ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας απεικονίστηκε στην επιδείνωση των δεικτών οικονομικού κλίματος και εμπιστοσύνης και στην εκροή καταθέσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τις τράπεζες. Ενδεικτικό είναι ότι στην παρούσα φάση οι εκροές καταθέσεων (οι οποίες προσέγγισαν τα 30 δισ. ευρώ στο διάστημα Οκτωβρίου 2014 – Απριλίου 2015) αφορούν σε σημαντικό βαθμό αναλήψεις τραπεζογραμματίων από τραπεζικούς λογαριασμούς, τα οποία ακολούθως αποθησαυρίζονται, ενώ καταγράφεται και φυγή κεφαλαίων προς το εξωτερικό.

Οι εκροές καταθέσεων περιόρισαν σημαντικά τη χρηματοδοτική ικανότητα του τραπεζικού συστήματος και οι τράπεζες αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος (ELA). Η προσφυγή των τραπεζών στον ELA κατέστη επίσης αναγκαία, καθώς μια σημαντική κατηγορία εξασφαλίσεων στα χαρτοφυλάκιά τους (οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι και τα χρεόγραφα, όπως λ.χ. τα τραπεζικά ομόλογα, που καλύπτονται από εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου) έπαυσαν από το Φεβρουάριο 2015 να γίνονται αποδεκτές στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Επιβαρυντικό στοιχείο για τη ρευστότητα ήταν η αναβολή πληρωμών του Δημοσίου κυρίως προς τους προμηθευτές των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και η άντληση των διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης μέσω βραχυπρόθεσμου δανεισμού. Επίσης, το πρώτο τετράμηνο του 2015 το ταμειακό πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης παραμένει σε πλεόνασμα, αλλά εμφανίζει επιδείνωση σε σχέση με πέρυσι.

Σύμφωνα πάντα με τα όσα αναφέρονται στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ οι δυσμενείς εξελίξεις που περιγράφονται παραπάνω οφείλονται κυρίως στην αβεβαιότητα που επικράτησε από τους τελευταίους μήνες του 2014 μέχρι σήμερα. Στην πρώτη περίοδο η αβεβαιότητα προήλθε κυρίως από τις έντονες, προεκλογικού χαρακτήρα, αντιπαραθέσεις πού κατέληξαν τελικά σε πρόωρες εκλογές.

Η Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω της δημόσιας παρέμβασης του Διοικητή της στις 15 Δεκεμβρίου 2014, είχε προειδοποιήσει για τους σοβαρούς κινδύνους για την οικονομία και τη ρευστότητα. Το 2015 η αβεβαιότητα εντάθηκε από τη δυσκολία να προβλεφθεί το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων για τη συνομολόγηση νέας συμφωνίας με τους εταίρους. Η απόφαση του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου 2015 παρείχε ένα πλαίσιο συμφωνίας, το οποίο επέδρασε θετικά στο κλίμα. Η παράταση όμως των διαπραγματεύσεων για την εξειδίκευση του πλαισίου εξανέμισε την αρχική αισιοδοξία και η αβεβαιότητα επανήλθε εντονότερη. Μέσα σε αυτό το κλίμα εμφανίστηκαν πάλι στο προσκήνιο, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, σενάρια κάθε είδους για την πορεία της χώρας, την πιθανότητα χρεοκοπίας και την έξοδο από το ευρώ.

Επισφαλείς οι προβλέψεις για την οικονομία

Όπως αναλύεται στην Έκθεση, οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα επισφαλείς. Με δεδομένο ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία οφείλονται στην αβεβαιότητα και την απώλεια εμπιστοσύνης είναι βάσιμο να προβλεφθεί ότι αν βελτιωθεί το κλίμα, η οικονομία μπορεί να επανέλθει σχετικά σύντομα σε ανοδική τροχιά. Βασική, απόλυτα καθοριστική προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πιστωτικού γεγονότος και να διασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν, σε πρώτη φάση, επιτευχθεί σύντομα ρεαλιστική συμφωνία και στη συνέχεια, εάν εφαρμοστούν με συνέπεια και χωρίς καθυστερήσεις οι όροι της μέσα σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας.

Μία συμφωνία θα δημιουργούσε θετικές προοπτικές και θα μπορούσε να καλύψει το έδαφος που χάθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015. Ειδικότερα -όπως υπογραμμίζεται στην Έκθεση- μια συμφωνία με τους εταίρους:
• αποτρέπει πολύ δυσμενείς εξελίξεις και διασφαλίζει ότι οι έως τώρα θυσίες των Ελλήνων πολιτών δεν θα πάνε χαμένες,
• αποκαθιστά την εμπιστοσύνη μεταξύ των ελληνικών αρχών και των εταίρων,
• εξασφαλίζει, μέσω της συνδρομής των εταίρων μας και του ΔΝΤ, τη χρηματοδοτική στήριξη της ελληνικής οικονομίας,
• δηλώνει έμπρακτα τη βούληση για τη συνέχιση και επέκταση των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη διασφάλιση των δημοσιονομικών επιτευγμάτων,
• παρέχει τη δυνατότητα μιας ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία βασίζεται σε χαμηλότερους και πιο ρεαλιστικούς στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης, ενισχύοντας παράλληλα τις αναπτυξιακές προοπτικές,
• δημιουργεί τις προοπτικές για τη μετάβαση προς μια νέα μεσομακροπρόθεσμη συμφωνία με τους εταίρους, η οποία θα έχει ως στόχο την ομαλή έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές και θα συνοδεύεται από την υλοποίηση της δέσμευσης του Eurogroup της 27ης Νοεμβρίου 2012 για την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους, έτσι ώστε η ελληνική οικονομία να εξέλθει οριστικά από την κρίση και να διασφαλιστεί η διατηρήσιμη ανάπτυξη,
• επιπλέον, η επίτευξη συμφωνίας θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εκμεταλλευθεί το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και να ωφεληθεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Ανεργία
Όπως σημειώνει η ΤτΕ, η αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,7% σε σταθερές τιμές και με βάση εποχικώς διορθωμένα στοιχεία το 2014, μετά από έξι χρόνια συνεχούς πτώσης, συνοδεύθηκε από ίση ποσοστιαία αύξηση της απασχόλησης (0,7%) και υποχώρηση της ανεργίας κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, από 27,5% το 2013 σε 26,5% το 2014.
Στην αύξηση της απασχόλησης το 2014 εκτιμάται ότι επέδρασαν κυρίως η αποκατάσταση θετικών ρυθμών ανάπτυξης, η αναδιάρθρωση της απασχόλησης προς περισσότερο ευέλικτες μορφές μετά την άρση των θεσμικών περιορισμών στην αγορά εργασίας, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και ο περιορισμός του κόστους εργασίας των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές απασχόλησης αποτυπώνουν την επιφυλακτικότητα των επιχειρήσεων να προβούν σε προσλήψεις, λόγω και της παρατεταμένης αβεβαιότητας στη χώρα που συνδέεται με τη μακρά περίοδο διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους και την προοπτική του εργασιακού θεσμικού πλαισίου στον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η διατήρηση θετικών ρυθμών μεγέθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας το 2015, η συνέχιση της υλοποίησης διαρθρωτικών αλλαγών και η άρση της αβεβαιότητας θα συμβάλουν, μεταξύ άλλων, στην αποκλιμάκωση της ανεργίας – και ιδιαίτερα της ανεργίας των νέων και των μακροχρόνια ανέργων. Η απορρόφηση των ανέργων αναμένεται ότι θα είναι μια σταδιακή διαδικασία που θα απαιτήσει χρόνο, δεδομένου και του τρέχοντος βαθμού υποαπασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Σημαντικό ρόλο στη μείωση της ανεργίας και στην αντιμετώπιση της διαρθρωτικής της διάστασης θα εξακολουθήσουν να έχουν δράσεις για την προώθηση της απασχόλησης μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα, προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης κ.λπ.
Ωστόσο, η ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης θα πρέπει να συνδυαστεί με έλεγχο και αξιολόγηση της αποδοτικότητάς τους, καθώς και με την καταπολέμηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας.

Οι πυλώνες του προγράμματος

Με την άρση της αβεβαιότητας πρέπει να ξεκινήσει αμέσως η συζήτηση για τη διαμόρφωση της αναπτυξιακής πολιτικής που θα διασφαλίζει οριστική έξοδο από την κρίση και στροφή της οικονομίας σε ένα νέο εξωστρεφές και βιώσιμο αναπτυξιακό πρότυπο. Μια τέτοια πολιτική απαιτεί:
(α) Συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς διευκολύνουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων, ενισχύουν τον ανταγωνισμό και ενθαρρύνουν την καινοτομία.
(β) Ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών στην αγορά εργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το υψηλό ποσοστό ανεργίας.
(γ) Διαμόρφωση και εφαρμογή ενός συνεκτικού και στοχευμένου δικτύου κοινωνικής προστασίας, που θα εξασφαλίζει μόνιμη και όχι αποσπασματική βοήθεια σε όσους έχουν πραγματικά ανάγκη.
(δ) Εξορθολογισμό της λειτουργίας του κράτους, βελτίωση του θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υιοθέτηση ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου και γενικότερα ενός φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
(ε) Διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων μέσα από παρεμβάσεις κυρίως διαρθρωτικού και λιγότερο φοροεισπρακτικού χαρακτήρα. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων, μέσω περιορισμού των ποικίλων εξαιρέσεων από τις γενικές διατάξεις. Επανεξέταση των διαφόρων εξαιρέσεων που υπάρχουν στους άμεσους και έμμεσους φόρους και διατήρηση μόνο αυτών που δικαιολογούνται από αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια.
(στ) Αντιμετώπιση των προκλήσεων της διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση, προκειμένου να ενδυναμωθεί η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα απαιτούνται αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα στο (προ)πτωχευτικό δίκαιο, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, προκειμένου να υποβοηθηθεί η προσπάθεια των τραπεζών για την καλύτερη διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση.

Μεγαλύτερα πρωτογενή πλεονάσματα

Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την πρώτη δανειακή σύμβαση του 2010, η Ελλάδα αναζητά πάλι τη χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων, καθώς παραμένει αποκλεισμένη από τις αγορές, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος. Τα μέχρι τώρα δεδομένα από τη διαπραγμάτευση δείχνουν ότι η συμφωνία, εφόσον συναφθεί, θα επιτρέψει την επιβράδυνση του ρυθμού δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω χαμηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Ένα μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων αυτών έχει πραγματοποιηθεί, ενώ τα ελλείμματα του Δημοσίου και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχουν εξαλειφθεί.

Αν συνεπώς ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις πού καθυστέρησαν, πραγματοποιηθούν όσες θα δρομολογηθούν με τη νέα συμφωνία και διατηρηθεί η δημοσιονομική ισορροπία, δίνοντας χώρο για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, οι θετικές προοπτικές θα επαληθευθούν. Άμεσος στόχος τώρα είναι να διαμορφωθούν το συντομότερο δυνατόν οι συνθήκες που θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να επωφεληθεί από το ευνοϊκό διεθνές οικονομικό περιβάλλον και την ιδιαίτερα υποβοηθητική νομισματική πολιτική σε επίπεδο ευρωζώνης και θα επιταχύνουν τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Η πορεία προς τις αγορές μπορεί να επιταχυνθεί αν εξασφαλιστεί κατ’ αρχάς η απαιτούμενη χρηματοδοτική στήριξη των εταίρων. Εξίσου όμως σημαντικό είναι το νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα να στηριχθεί, εκτός των άλλων, και στην υλοποίηση των δεσμεύσεων των Ευρωπαίων εταίρων το Νοέμβριο του 2012 για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, οι οποίες θα πρέπει πλέον να εξειδικευθούν περισσότερο.

Άνω των 100 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών

Το 2014 ο πιστωτικός κίνδυνος παρέµεινε σε υψηλό επίπεδο παρά την επιβράδυνση που παρατηρήθηκε στο ρυθµό δηµιουργίας νέων δανείων σε καθυστέρηση και τη βελτίωση του ποσοστού κάλυψης των δανείων σε καθυστέρηση από συσσωρευµένες προβλέψεις (∆εκέµβριος 2014: 55,8%, ∆εκέµβριος 2013: 49,3%), όπως αναφέρεται στην Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική».

Όπως σημειώνεται, ο βαθµός πιστωτικού κινδύνου αντανακλάται στο υψηλό ποσοστό των µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων (39,9%), για τα οποία υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία για πρώτη φορά το ∆εκέµβριο 2014. Στα µη εξυπηρετούµενα ανοίγµατα περιλαµβάνονται τα δάνεια σε καθυστέρηση αλλά και τα δάνεια (ανοίγµατα) που είναι µεν ενήµερα ή εµφανίζουν καθυστέρηση µικρότερη των 90 ηµερών, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να µην εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόµενων εξασφαλίσεων.

Σύµφωνα µε στοιχεία για το α’ τρίµηνο του 2015 ο λόγος των µη εξυπηρετούµενων ανοιγµάτων προς το σύνολο των δανείων ανήλθε σε 40,8%, µε το ύψος τους να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ.

Στην προσπάθειά τους να αντιµετωπίσουν το πρόβληµα των µη εξυπηρετούµενων ανοιγμάτων, οι τράπεζες εφαρµόζουν λύσεις κυρίως βραχυπρόθεσµου χαρακτήρα (π.χ. κεφαλαιοποίηση ληξιπρόθεσµων οφειλών) και δευτερευόντως λύσεις µακροπρόθεσµου χαρακτήρα (π.χ. παράταση διάρκειας, µείωση επιτοκίου) ή οριστικών διευθετήσεων.

Θετική εξέλιξη αποτελεί ο πενταπλασιασµός των διαγραφών δανείων (1.980 εκατ. ευρώ το 2014, έναντι 363 εκατ. ευρώ το 2013), καθώς συµβάλλει στη σταδιακή εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου. Σηµειώνεται, ωστόσο, ότι για σηµαντικό αριθµό δανείων οι τράπεζες δεν έχουν λάβει κανένα µέτρο αντιµετώπισης του προβλήµατος.
Στην Εκθεση της ΤτΕ επισημαίνεται η ανάγκη αντιμετώπισης των προκλήσεων της διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση, προκειμένου να ενδυναμωθεί η δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να σταθεί αρωγός στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα επισημαίνεται ότι απαιτούνται αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, όπως για παράδειγμα στο (προ)πτωχευτικό δίκαιο, τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, προκειμένου να υποβοηθηθεί η προσπάθεια των τραπεζών για την καλύτερη διαχείριση των δανείων σε καθυστέρηση.

Στο 14,1% ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας

Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών ενισχύθηκε από τη διενέργεια αυξήσεων µετοχικού κεφαλαίου το α’ εξάµηνο του 2014 παρά την αρνητική επίδραση που είχε ο σχηµατισµός ιδιαίτερα υψηλών προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο. Ο ∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανήλθε σε 14,1% το 2014 (από 13,4% το 2013), ενώ ο ∆είκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιηµένη βάση ανήλθε σε 13,8% το 2014 (από 12% το 2013). Μάλιστα, η εν λόγω επάρκεια κεφαλαίων επιβεβαιώθηκε και από τη Συνολική Αξιολόγηση (Comprehensive Assessment) που διενεργήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα αποτελέσµατα της οποίας ανακοινώθηκαν στα τέλη Οκτωβρίου 2014. Σύµφωνα µε τα στοιχεία του πρώτου τριµήνου του 2015, παρά την αυξηµένη αβεβαιότητα, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών παρέµεινε σε ικανοποιητικό επίπεδο. Ο ∆είκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών, σε ενοποιηµένη βάση, ανήλθε σε 12,5%, περίπου όσο και το µέσο επίπεδο των ευρωπαϊκών τραπεζών, και ο ∆είκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας διαµορφώθηκε σε 12,7%.

Δείτε στη δεξιά στήλη «Σχετικά Αρχεία» την Ανακοίνωση της ΤτΕ για την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής
Δείτε όλη την έκθεση της ΤτΕ ΕΔΩ