Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024

15 χρόνια Airbnb: H νεοχίπικη ιδέα που άλλαξε την αγορά ακινήτων

Τον Οκτώβριο του 2022, το Airbnb γιορτάζει 15 χρόνια λειτουργίας, με τη μεγαλύτερη κερδοφορία που είχε ποτέ. Την ίδια στιγμή, μέσα σε μια περιοχή της Αθήνας που καλύπτει ένας νοητός κύκλος με κέντρο το Σύνταγμα και ακτίνα όχι μεγαλύτερη των 10 χλμ., στην πλατφόρμα Airbnb βρίσκονται καταγεγραμμένα 12.165 καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ιστοσελίδας insideairbnb.com, στη συντριπτική πλειονότητά τους τα εν λόγω ακίνητα είναι είτε οικίες είτε διαμερίσματα, πάντως όχι δωμάτια, τα οποία παραχωρούνται για προσωρινή φιλοξενία, είτε εντός κατοικιών είτε σε ξενοδοχεία, ξενώνες κ.λπ.

Το εισόδημα που προκύπτει από την παραχώρηση των καταλυμάτων, κατά μέσο όρο, αγγίζει τα 6.000 ευρώ τον χρόνο για κάθε ενοικιαζόμενο χώρο, υπολογίζοντας -και πάλι κατά μέσο όρο- ενοίκιο 95 ευρώ τη βραδιά. Επίσης, από τον αριθμό των ακινήτων που διαθέτει κάθε «οικοδεσπότης» είναι σαφές ότι πλέον στον κλάδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης δραστηριοποιούνται κατά κύριο λόγο εταιρείες εκμετάλλευσης, με ειδίκευση στο Airbnb. Οι ιδιώτες είναι ελάχιστοι και βαίνουν μειούμενοι, καθώς το Airbnb διεθνώς απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τη θεμελιώδη ιδέα των ιδρυτών του, οι οποίοι στην αρχική φάση εμφορούνταν μάλλον από νεο-χίπικες απόψεις για τη φιλοξενία, παρά από τη φιλοδοξία να γίνουν μεγιστάνες του πλούτου, όπως εντέλει έγιναν.

Στο σύνολο της Ελλάδας εμφανίζονται περίπου δεκαπλάσια καταλύματα προς διάθεση μέσω Airbnb απ’ ό,τι στην Αθήνα. Εντούτοις, η περίπτωση της πρωτεύουσας είναι χαρακτηριστική της γενικότερης τάσης, επιβεβαιώνοντας στην πράξη ότι βραχυχρόνια μίσθωση δεν είναι απλώς άλλο ένα σημείο των μοντέρνων καιρών, με συνέπειες που περιορίζονται στον τουριστικό ή στον οικονομικό τομέα.

Επιπτώσεις

Απεναντίας, τα μεγέθη που προσδιορίζουν το φαινόμενο Airbnb θα πρέπει να συσχετίζονται με μείζονα ζητήματα για την ελληνική κοινωνία, όπως π.χ. η εκτόξευση της τιμής των ενοικίων για τη συμβατική, μακροχρόνια μίσθωση. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης παράμετροι όπως ο τρόπος με τον οποίο το Airbnb επηρεάζει -ή και αλλοιώνει- τον χαρακτήρα ολόκληρων συνοικιών ανά την Ελλάδα, πώς υπαγορεύει τη διαμόρφωση της τοπικής αγοράς και το είδος των καταστημάτων που ευημερούν ή αναγκάζονται να κλείσουν, τις συνήθειες των κατοίκων – ακόμη και την κοινωνική σύσταση κάθε γειτονιάς, όπου οι περιστασιακοί ένοικοι πληθαίνουν και οι μόνιμοι κάτοικοι εκλείπουν.

Η απλή ανάγνωση των δεδομένων δεν παραπέμπει σε τίποτα περισσότερο και πιο σημαντικό από το προφανές: ότι το Airbnb είναι ο νέος, σύγχρονος, ευέλικτος, ραγδαία αναπτυσσόμενος, αν όχι ήδη ο πλέον ελκυστικός τρόπος προσωρινής διαμονής, στέγασης κ.λπ. Προς επίρρωση αυτής της κάπως επιδερμικής προσέγγισης παρατίθενται κάποια επιπλέον στατιστικά στοιχεία. Οπως ότι το Airbnb, ύστερα από 15 χρόνια στην αγορά αποτελεί πλέον έναν διεθνή επιχειρηματικό κολοσσό και την 165η πιο ισχυρή εταιρεία στον πλανήτη, με κεφαλαιοποίηση αγοράς 75 δισ. δολαρίων.

Ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2007 από τρεις Αμερικανούς φοιτητές σαν μια ερασιτεχνική δραστηριότητα φιλοξενίας στο Σαν Φρανσίσκο των ΗΠΑ και σήμερα έχει φτάσει να αναπτύσσεται σε 220 χώρες, σε πάνω από 100.000 πόλεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, προσφέροντας σε 150 εκατομμύρια χρήστες περισσότερα από 6 εκατομμύρια καταλύματα. Μέσω Airbnb μέχρι στιγμής έχουν συμφωνηθεί ανάμεσα στον ενοικιαστή και τον υπεύθυνο εκμετάλλευσης του εκάστοτε ακινήτου πάνω από 1 δισεκατομμύριο ξεχωριστές φιλοξενίες, οι οποίες αποφέρουν έσοδα ύψους περίπου 14.000 δολαρίων κατ’ έτος μεσοσταθμικά σε κάθε οικοδεσπότη και ανά σημείο. Επίσης, η μεγαλύτερη αγορά της οικουμένης για την Airbnb είναι η Ευρώπη, στην οποία καταγράφηκαν περίπου 200 εκατομμύρια διανυκτερεύσεις στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουνίου 2022.

Εξ αυτών, στην Ελλάδα αναλογούν 8.041.191 βραδιές διαμονής, καθώς η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων της Ευρώπης -και πρωταθλήτρια στην περιοχή της Μεσογείου- ως προς την αύξηση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές, ιδιαίτερα με την τελευταία προ πανδημίας περίοδο.
Η άνοδος του Airbnb στην Ελλάδα, κατά κάποιο τρόπο, συμβαδίζει με την κερδοφόρο πορεία της μητρικής εταιρείας. Η οποία ανακοινώνει πανηγυρικά ότι το τρίτο τρίμηνο του 2022 καταρρίφθηκε κάθε προηγούμενο ρεκόρ εισόδων, με 2,2 δισ. δολάρια.

Το ίδιο ισχύει επίσης για τα καθαρά κέρδη της Airbnb: τα 834 εκατ. δολάρια ήταν σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα απ’ όσα είχαν καταλήξει στο ταμείο της το 2021, όταν η ανθρωπότητα δεν είχε ανακτήσει ακόμη την κινητικότητά της μετά την πανδημία COVID-19.

Οπως υπογραμμίζουν οι δισεκατομμυριούχοι ιδρυτές και ιδιοκτήτες της Airbnb, «οι πάροχοι των ακινήτων προς βραχυχρόνια μίσθωση αποκόμισαν 12,8 δισ. δολάρια μόνο στο διάστημα Ιουλίου – Σεπτεμβρίου 2022. Και όπως είναι φυσικό, το Airbnb είναι πλέον τρόπος ζωής για πολύ κόσμο, καθώς παρατηρούμε έντονο ενδιαφέρον για φιλοξενία σχετικά μεγαλύτερης διάρκειας από εκείνη ενός συνηθισμένου ταξιδιού. Βλέπουμε ότι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη κατηγορία φιλοξενίας σε κατάλυμα Airbnb είναι οι κρατήσεις για διαμονή από 28 ημέρες και άνω. Αντίστοιχο, όμως, είναι το ενδιαφέρον και εκείνων που διαθέτουν τα ακίνητα, κρίνοντας ότι τους συμφέρει περισσότερο η παραχώρηση καταλύματος σε ανθρώπους που ζουν ταξιδεύοντας αντί να κάνουν ολιγοήμερες εκδρομές, σε εκείνους που χρειάζονται προσωρινή διαμονή λόγω μετακόμισης, σε φοιτητές κ.ά.».

Ανάμεσα στον Οκτώβριο του 2007 και τον Οκτώβριο του 2022 το Airbnb άλλαξε το τοπίο στο πώς ο κόσμος -με κάθε έννοια- αντιλαμβάνεται την προσωρινή κατοίκηση μακριά από τη μόνιμη έδρα του. Η έλευση του Airbnb σήμερα φέρνει σε αμηχανία κρατικούς και αυτοδιοικητικούς φορείς, καθώς διάφοροι παράγοντες συγκλίνουν προς μια κοινή απαίτηση κεντρικής ρύθμισης της αγοράς. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν είναι τυχαίο ότι προ ολίγων ημερών, σε εκδήλωση του υπουργείου Τουρισμού, δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου το οποίο διέπει τον κλάδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα.

Οι παραδοσιακοί ξενοδόχοι, φερ’ ειπείν, αντιμετωπίζουν πλέον το Airbnb ως έναν πολύ ισχυρό ανταγωνιστή, ο οποίος παίζει εν πολλοίς με τους δικούς του όρους εφόσον η νομοθεσία βρίσκεται σε φάση προσαρμογής. Γι’ αυτό και η πίεση των ιδιοκτητών ξενοδοχείων προς την κυβέρνηση για την εξειδίκευση του ισχύοντος νομικού πλαισίου καταρχήν εστιάζει στην ανάγκη διαχωρισμού ανάμεσα σε επιχειρηματίες και σε ιδιώτες που διαθέτουν ακίνητα προς μίσθωση μέσα από πλατφόρμες τύπου Airbnb. Οι ξενοδόχοι κάνουν λόγο για «γκρίζες νομικές ζώνες», για αθέμιτο ανταγωνισμό, για φορο- και εισφοροδιαφυγή αν δεν θεσπιστούν συγκεκριμένα κριτήρια κατηγοριοποίησης στον κλάδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση έχει έναν επιπλέον λόγο να επιταχύνει τη διαδικασία νομοθέτησης για το Airbnb, καθώς σε μια ανεξέλεγκτη αγορά ενοικίασης ακινήτων δεν έχει καμία ελπίδα επιτυχίας το πρόγραμμα «Φθηνή Στέγη» για την επιδότηση στέγασης, που απευθύνεται κυρίως σε νέους και σε άτομα που ανήκουν στις λεγόμενες «ευάλωτες ομάδες» της ελληνικής κοινωνίας.

Το ξεκίνημα

Ωστόσο, εάν το 2007 κάποιος περιέγραφε τους σημερινούς προβληματισμούς, την έκταση και την ένταση της συζήτησης γύρω από το Airbnb, ακόμη και η τριάδα των ιδρυτών του θα πίστευε ότι πρόκειται περί επιστημονικής φαντασίας. Διότι πριν από 15 χρόνια η έννοια της βραχυχρόνιας μίσθωσης ενός ακινήτου απλώς δεν υπήρχε. Πριν από το Airbnb η προσωρινή διαμονή ήταν ταυτισμένη με τα ξενοδοχεία, κάτι που έμοιαζε αδύνατον να αλλάξει – τουλάχιστον έως τον Οκτώβριο του 2007.

Τότε, o ιταλικής καταγωγής Τζο Γκέμπια, ένας 26χρονος απόφοιτος της σχολής design του Ροντ Αϊλαντ, πρότεινε στον συνομήλικο, συμφοιτητή και συγκάτοικό του, τον επίσης ευρωπαϊκής καταγωγής (πολωνο-ιταλικής, για την ακρίβεια) Μπράιαν Τσέσκι την εξής ιδέα: να δοκιμάσουν να υπενοικιάσουν σε συναδέλφους designers που επισκέπτονταν το Σαν Φρανσίσκο τη σοφίτα του διαμερίσματος όπου διέμεναν οι ίδιοι. Οι όροι της φιλοξενίας θα ήταν αυτοί του BnB, ήτοι «bed and breakfast», δηλαδή ύπνος και πρωινό, συν μία ξενάγηση στην πόλη από το δίδυμο των οικοδεσποτών.

Εκείνη την εποχή οι Γκέμπια και Τσέσκι δεν είχαν κάποια σταθερή απασχόληση και δυσκολεύονταν να καλύψουν ακόμη και το ενοίκιο του σπιτιού τους. Και γι’ αυτό η πρόταση του Γκέμπια ήταν κάτι σαν μονόδρομος, σαν μια ύστατη προσπάθεια να επιβιώσουν στο ούτως ή άλλως ακριβό Σαν Φρανσίσκο.

Οι Γκέμπια και Τσέσκι δημιούργησαν μια ιστοσελίδα για να διαφημίσουν την υπηρεσία που προσέφεραν, στη διεύθυνση airbedandbreakfast.com. Αυτή ήταν η πρώτη τους κίνηση. Η δεύτερη ήταν να επενδύσουν σε εξοπλισμό, αγοράζοντας τρία φουσκωτά στρώματα. Η τρίτη, να επικοινωνήσουν με έναν παλιό συγκάτοικό τους, τον Νέιθαν Μπλέχαρτσικ, ο οποίος ήταν ο άνθρωπος-κλειδί για τον μετασχηματισμό της αρχικής ιδέας σε μια επιχείρηση βασισμένη στο Διαδίκτυο. Διότι, αντίθετα από τους Γκέμπια και Τσέσκι που είχαν ακολουθήσει καλλιτεχνική κατεύθυνση, ο Μπλέχαρτσικ ήταν άνθρωπος της ψηφιακής τεχνολογίας με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κ.λπ.

Αλλά, ακριβώς όπως και οι άλλοι δύο και ίσως όχι κατά σύμπτωση, ο Νέιθαν ήταν και αυτός απόγονος μεταναστών από την Πολωνία. Οι Γκέμπια και Τσέσκι τον κάλεσαν να συμμετάσχει στο εγχείρημά τους αφού είχαν πειστεί οι ίδιοι ότι είχαν ανακαλύψει μια φλέβα χρυσού: με μηδαμινό κόστος, η μέθοδος της υπενοικίασης του διαμερίσματός τους είχε προσελκύσει πλήθος ενδιαφερομένων, σχεδόν από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του airbedandbreakfast.com.
ιστορίας δεν ήταν καθόλου αυτή που θα επιθυμούσαν οι τρεις επίδοξοι επιχειρηματίες. Παρόλο που εργάστηκαν για τη δημιουργία ψηφιακής υποδομής, απλοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τη διαδικασία κράτησης καταλύματος με μόνο τρία κλικ στον υπολογιστή, απέτυχαν να πείσουν έστω και έναν επενδυτή να τοποθετήσει τα κεφάλαιά του στο νεοφυές airbedandbreakfast.com. Χαρακτηριστικά, ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο μόχθου, από τους 15 υποψήφιους χρηματοδότες στους οποίους έγινε κρούση, οι 7 αδιαφόρησαν πλήρως και οι 8 αρνήθηκαν να συνεργαστούν αφού ενημερώθηκαν αναλυτικά για το project.

Ομως, η τριάδα επέμεινε. Η εργασία βελτίωσης του airbedandbreakfast.com συνεχίστηκε με διάφορες περιπέτειες, με τους τρεις νεαρούς να υποδύονται οι ίδιοι τους πελάτες των λιγοστών καταλυμάτων που είχαν εγγραφεί στην πλατφόρμα, ώστε κατόπιν να αναρτούν αξιολογήσεις, κριτικές κ.λπ. και γενικότερα να διατηρούν ζωντανό το εγχείρημα. Εντέλει, ύστερα από πολλές περιπέτειες και αφού η ονομασία-σιδηρόδρομος airbedandbreakfast περιεκόπη σε Airbnb, τον Απρίλιο του 2009 κατόρθωσαν να προσελκύσουν ένα επενδυτικό κεφάλαιο ύψους 600.000 δολαρίων. Αυτή ήταν και η βάση για την πρώτη κανονική εκτόξευση του Airbnb.

Το ράλι των ενοικίων

Η για πολλούς ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί σήμερα ο «τρόπος ζωής» αλά Airbnb δεν είναι μονοδιάστατη και αποκλειστικά θετική. Σε πολλές χώρες του κόσμου, ιδιαίτερα όμως στις λιγότερο ισχυρές οικονομίες όπως η Ελλάδα, ομάδες πληθυσμού (φοιτητές, χαμηλόμισθοι και νέοι εργαζόμενοι κ.ο.κ.) υφίστανται επιπλέον δυσκολίες στην εξασφάλιση στέγης λόγω των μεταβολών που επιφέρει στην ευρύτερη αγορά ακινήτων η επέλαση της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Και αυτό διότι η μετατροπή όλο και περισσότερων ακινήτων σε καταλύματα προσωρινής φιλοξενίας έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των διαθέσιμων κατοικιών.

Καθώς όμως η ζήτηση για μακροχρόνια εγκατάσταση παραμένει υψηλή, επενεργεί ο θεμελιώδης νόμος της ελεύθερης αγοράς – εξ ου και το ράλι αυξήσεων στα ενοίκια των τελευταίων ετών, στην εμπορική αξία των ακινήτων κ.ο.κ. Συναφώς, τα στατιστικά στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος καταδεικνύουν ότι ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων στο σύνολο της επικράτειας για το β’ τρίμηνο του 2022 εμφανίζεται αυξημένος κατά 9,4% σε σχέση με το 2021. Επίσης, βάσει των δεδομένων που τηρεί η ΤτΕ, οι τιμές των κατοικιών (προς πώληση ή ενοικίαση) έχουν αυξηθεί κατά 44,6% στο διάστημα ανάμεσα στο β’ τρίμηνο του 2018 και το αντίστοιχο της φετινής χρονιάς. Παρομοίως, τα ενοίκια στο κέντρο της Αθήνας, μέσα σε μία διετία (2016-18) ακρίβυναν κατά 30%.

Στην πράξη, όσοι ψάχνουν για ενοικιαζόμενη κατοικία σε σημεία της Ελλάδας τα οποία έχουν ήδη γίνει hot spot για το Airbnb, ωθούνται προς εναλλακτικές λύσεις: Εφόσον τα διαθέσιμα σπίτια είναι δυσεύρετα και απλησίαστα λόγω των πανάκριβων μισθωμάτων, οι επίδοξοι ενοικιαστές κατ’ ανάγκην επιλέγουν τη συγκατοίκηση ή παραμένουν στην οικογενειακή εστία – αν δεν καταλήξουν να ενοικιάσουν κάποιο πολύ χαμηλής ποιότητας, παλαιό και σε κακή κατάσταση διαμέρισμα.
Βεβαίως, δεν φταίει για όλα το Airbnb. Σε συνδυασμό με τη βραχυχρόνια μίσθωση, σοβαρές ανακατατάξεις στην ελληνική αγορά ακινήτων προξενεί η κρατική πολιτική της προσέλκυσης ξένων επενδυτών μέσω του προγράμματος «Golden Visa».

Οι Κινέζοι και η Χρυσή Βίζα

Ο κάτοχος Χρυσής Βίζας κατ’ ουσίαν αγοράζει τα βασικά προνόμια ενός Ευρωπαίου πολίτη, κυρίως την άδεια ελεύθερης μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ζώνης Σένγκεν. Προϋπόθεση για τη χορήγηση Golden Visa από το ελληνικό κράτος σε μη Ευρωπαίους είναι η αγορά ακινήτου στη χώρα μας. Η ελάχιστη αξία του οποίου είχε οριστεί αρχικά (το πρόγραμμα ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2014) στα 250.000 ευρώ, αν και πλέον αυτό έχει διπλασιαστεί με απόφαση της κυβέρνησης, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ροή των εξαγορών που αποσκοπούν αποκλειστικά στην απόκτηση της Χρυσής Βίζας και όχι στην κατοίκηση αυτή καθαυτή. Με αυτό το μέτρο, το κράτος προσπαθεί να επαναφέρει στην αγορά ακίνητα προς διάθεση, έτσι ώστε να μειωθεί το χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά και να ανακοπεί ενδεχομένως η καλπάζουσα αύξηση ενοικίων και εμπορικών αξιών στην εγχώρια αγορά ακινήτων.

Εντούτοις, η κυβερνητική παρέμβαση δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει επηρεαστεί βαθιά, σχεδόν όσο καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα, από την απεγνωσμένη αγκίστρωση στο πρόγραμμα Golden Visa, κυρίως κατά την περίοδο κορύφωσης της οικονομικής κρίσης. Πριν από περίπου έναν χρόνο, δημοσιεύτηκε η εξειδικευμένη μελέτη των Κριστίν Σουράκ και Γιουσούκε Τσουζούκι, δύο κοινωνικών επιστημόνων από το London School of Economics και το Χάρβαρντ, με τίτλο «Αποτελούν ευκαιρία οι χρυσές βίζες; Αξιολογώντας τις οικονομικές ρίζες και τα αποτελέσματα στην κατοικία από τα επενδυτικά προγράμματα στην Ε.Ε.».

Οπως σημειώνουν οι ερευνητές, «πάνω από τις μισές Χρυσές Βίζες έχουν εκδοθεί από τη Λετονία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Δηλαδή αυτές οι τρεις χώρες κατέχουν τη μερίδα του λέοντος σε σχέση με τα 14 κράτη-μέλη της Ε.Ε. στα οποία υπάρχει το συγκεκριμένο πρόγραμμα». Στην 5ετία 2014-19, μία στις πέντε Golden Visa που παραχωρούνταν από το σύνολο των εμπλεκόμενων κρατών της Ε.Ε. είχε ελληνική υπογραφή. Και, αντιστοίχως, τα έσοδα της Ελλάδας από το πρόγραμμα αναλογούν στο 10% των περίπου 3 δισ. τα οποία αποκομίζει η Ε.Ε. κάθε χρόνο από τις Χρυσές Βίζες.

Ομως, ίσως το πιο αξιοπρόσεκτο στοιχείο στη μελέτη των Σουράκ και Τσουζούκι σε ό,τι αφορά τη χώρα μας είναι η επισήμανση ότι «η ανάλυσή μας καταλήγει στο συμπέρασμα πως το μερίδιο ακινήτων που μεταβιβάζονται αποκλειστικά για την απόκτηση της Χρυσής Βίζας επιφέρει απειροελάχιστη επίπτωση στην εκάστοτε τοπική αγορά. Είναι πιθανόν ότι η ανησυχία σχετικά με το ζήτημα υποκρύπτει ξενοφοβία. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει μία αλλά σημαντική εξαίρεση – η Ελλάδα. Η οποία είναι η μόνη χώρα όπου το μέγεθος του προγράμματος θα μπορούσε πραγματικά να αποσταθεροποιήσει την αγορά ακινήτων».

Ο οργανισμός eteron.org, ο οποίος μελετά συστηματικά την εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα, σε πρόσφατο άρθρο και επικαλούμενος το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου αναφέρει ότι έως το τέλος του 2021 το ελληνικό κράτος είχε εγκρίνει 9.619 άδειες διαμονής σε πολίτες τρίτων χωρών μέσω των Golden Visa. Πρωταθλητές στο συγκεκριμένο πρόγραμμα και με τεράστια διαφορά από οποιαδήποτε άλλη εθνικότητα είναι οι Κινέζοι αγοραστές ακινήτων, με μερίδιο 66%. Επονται οι Τούρκοι (6%), οι Ρώσοι (5%), οι Λιβανέζοι (4%) και οι Αιγύπτιοι (3%).

Συνεπώς, το έντονο ενδιαφέρον για την απόκτηση της Χρυσής Βίζας είναι αυτό που δικαιολογεί, μεταξύ άλλων, και το παράδοξο θέαμα των νεόδμητων πολυκατοικιών, π.χ. στα νότια προάστια, οι οποίες μένουν κλειδωμένες και ακατοίκητες, σαν φαντάσματα ενός καινούριου κόσμου.

 

By