Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

«Φίλοι μου, σε αυτή τη ζωή που είμαστε όλοι περαστικοί…»

Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 43 του χρόνια. Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης έφυγε με το δικό του αποτύπωμα. Και μαζί του μοιάζει να φεύγει το αποτύπωμα μιας εποχής τόσο διαφορετικής από τη σημερινή…

Η ευθύνη είναι τεράστια και τα δάκρυα δεν σταματάνε να τρέχουν… Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 43 του χρόνια. Να φταίει η ταύτιση με την ηλικία; Να φταίει το πόσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις της πορείας του; Να φταίει ότι ήταν κομμάτι των καλύτερων αθλητικών χρόνων της Ελλάδας – κομμάτι ίσως της καλύτερης ή πιο χαρούμενης Ελλάδας που ζήσαμε όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά; Να φταίει ότι η ειδησεογραφία δε σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι και μαζεύεις, μαζεύεις, ώσπου λυγίζεις και ξεσπάς; Να φταίει το τόσο πρόωρο και τόσο γεμάτο ευγνωμοσύνη αντίο του;

«Θα ξεκινήσω με αυτό το κλισέ, ότι για να διαβάζετε τώρα αυτήν την δημοσίευση μου, μάλλον έχω φύγει για κάπου καλύτερα ή και για το πουθενά»…

«Έσπασε, έσπασε, μαμά, έσπασε»… Στις 30 Σεπτεμβρίου του 2000 σε ζωντανή μετάδοση. Η γιαγιά του έβαλε τα κλάματα, ο μικρός του αδερφός δεν μπορούσε να δεχτεί εκείνο που του περιέγραφαν και η μάνα; Πώς μπορεί να είναι η μάνα όταν ακούει το παιδί της να φωνάζει ότι το πόδι του έσπασε; Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης ήταν 21 ετών και συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Γεννήθηκε για να είναι αθλητής, γεννήθηκε για να είναι πρωταθλητής, γεννήθηκε με χρησμό και μοναδικό προορισμό να φτάσει στην κορυφή. Ήταν η επιθυμία του Γιώργου Νικολαΐδη, του πατέρα του. Και εκπληρώθηκε. Από τριών ετών στο γυμναστήριο να προπονείται, να προπονείται, να προπονείται… Άλλοτε το αγαπούσε, άλλοτε το λάτρευε, άλλοτε το μισούσε, άλλοτε το καταριόταν. Όμως δεν έφυγε ποτέ. Μέχρι τη στιγμή που και ο ίδιος, εκεί κάπου στα 15 του χρόνια, αντιλήφθηκε ότι όντως αυτός είναι το πεπρωμένο του. Μερικούς μήνες πριν το Σύδνεϋ είχε σπάσει το πόδι του σε τροχαίο. Έβγαλε τον γύψο τους δύο μήνες, αντί για τέσσερις. «έδεσε, αλλά δεν είναι έτοιμο», είπαν οι γιατροί. Το έσπασε στο ίδιο σημείο στον προημιτελικό του Τάε Κβον Ντο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2000. «Αυτές οι στιγμές διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μου. Έφυγα από το Σύδνεϋ με πολύ ανάμεικτα συναισθήματα. Θέλω να ευχαριστήσω τον ελληνικό Τύπο, αθλητικό και μη, γιατί γύρισα χωρίς μετάλλιο και με σπασμένο πόδι και μου συμπεριφέρονταν όλοι σαν να έχω κερδίσει μετάλλιο. Αυτό για ένα παιδί 20 χρονών, με την αβεβαιότητα και τον Γολγοθά που αντιμετώπιζα, αποτελεί κινητήριο δύναμη».

Η ευθύνη είναι τεράστια και τα δάκρυα δεν σταματάνε να τρέχουν… Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 42 του χρόνια. Να φταίει η ταύτιση με την ηλικία; Να φταίει το πόσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις της πορείας του; Να φταίει ότι ήταν κομμάτι των καλύτερων αθλητικών χρόνων της Ελλάδας – κομμάτι ίσως της καλύτερης ή πιο χαρούμενης Ελλάδας που ζήσαμε όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά; Να φταίει ότι η ειδησεογραφία δε σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι και μαζεύεις, μαζεύεις, ώσπου λυγίζεις και ξεσπάς; Να φταίει το τόσο πρόωρο και τόσο γεμάτο ευγνωμοσύνη αντίο του;

«Αν βάλω ένα πρόσημο τύχης στη ζωή μου, θα σας πω ακόμα και τώρα, ότι ήμουν τυχερός άνθρωπος. Είχα την ευλογία να κάνω τα όνειρα μου πραγματικότητα, να ανέβω στο βάθρο πολλές φορές, να δοξάσω τον αθλητισμό και την χώρα μου, να γνωρίσω ανθρώπους από όλον τον κόσμο, να μάθω το σεβασμό, την ευγενή άμιλλα, αξίες τόσο σημαντικές και να προσπαθήσω να τις κάνω πράξη και στη ζωή μου».

«Άμα κοιτάξεις πάνω θα χαθείς, μην κοιτάξεις»… 29 Αυγούστου 2004, μετά το φινάλε του τελικού. «Δεν ήθελα καν να βγω να πάρω το μετάλλιο. Άργησε να γίνει η απονομή στην κατηγορία μου ακριβώς για αυτόν τον λόγο, επειδή δεν ήθελα να βγω. Καθόμουν στον χώρο προθέρμανσης και έρχονταν από την οργανωτική επιτροπή και μου ζητούσαν να βγω και τους έλεγα να μου φέρουν το μετάλλιο εδώ. Ήρθε η μάνα μου και με ανάγκασε να βγω, αλλιώς δεν ξέρω πόση ώρα θα έμενα μέσα. Δεν υπάρχει ούτε μία φωτογραφία μου από το 2004 με το μετάλλιο όπου να χαμογελάω. Καμία». Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης είναι Ολυμπιονίκης στη χώρα του. Αλλά δεν είναι χρυσός Ολυμπιονίκης και όπως στα 15 του χρόνια είχε καταλάβει ότι δεν του αρέσει να χάνει, έτσι και στα 25 του θα δυσκολευτεί να κάνει την ειρήνη του με την ήττα που του στέρησε την ευλογία να ακούσει τον Εθνικό Ύμνο. «Γινόταν χαμός, έπαιζε ο Ζορμπάς και ο κόσμος χτυπούσε παλαμάκια, κρατούσαν τον ρυθμό. Καθώς πήγαινα στο τερέν είπα στον εαυτό μου πως αν δεν το ζήσω, τότε γιατί ήρθα εδώ; Και σήκωσα το κεφάλι και είδα με μια ματιά περίπου χίλιες ελληνικές σημαίες. Ανέβηκε ένας κόμπος στον λαιμό μου και είπα ok, το είδες, τώρα κατέβασε το κεφάλι κάτω».

Η ευθύνη είναι τεράστια και τα δάκρυα δεν σταματάνε να τρέχουν… Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 43 του χρόνια. Να φταίει η ταύτιση με την ηλικία; Να φταίει το πόσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις της πορείας του; Να φταίει ότι ήταν κομμάτι των καλύτερων αθλητικών χρόνων της Ελλάδας – κομμάτι ίσως της καλύτερης ή πιο χαρούμρνης Ελλάδας που ζήσαμε όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά; Να φταίει ότι η ειδησεογραφία δε σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι και μαζεύεις, μαζεύεις, ώσπου λυγίζεις και ξεσπάς; Να φταίει το τόσο πρόωρο και τόσο γεμάτο ευγνωμοσύνη αντίο του;

«Αν ερχόμαστε σε αυτή τη ζωή για κάποιο σκοπό, εγώ έχω αποφασίσει ποιος θα είναι αυτός. Να προσφέρω ελπίδα μέσα από όσα κατάφερα στην ζωή μου, από τα όμορφα μέχρι τα άσχημα. Για αυτόν τον λόγο, τα δύο μου αργυρά Ολυμπιακά μετάλλια, της Αθήνας και του Πεκίνο, που για χρόνια κρύβω καλά, ήρθε η ώρα να βγουν και να επιστρέψουν εκεί που ανήκουν, στις παναθρώπινες αξίες. Τελευταία επιθυμία μου είναι, τα δύο αυτά μετάλλια, να βγουν σε δημοπρασία και το ποσό που θα συγκεντρωθεί να δοθεί σε δομές για τα παιδιά που θα επιλέξει η οικογένειά μου. Αν σωθεί έστω ένα παιδί, θα αξίζει κάθε κλωτσιά που έχω φάει στο κεφάλι, κάθε κάταγμα στα πόδια μου. Αυτό είναι το αποτύπωμα που θέλω να αφήσω στην κοινωνία, αυτή είναι η κληρονομιά που θέλω να μείνει στα παιδιά μου».

Έκανε περίπου 13 χειρουργεία στη διάρκεια της αθλητικής του καριέρας. Το άθλημά του είναι σκληρό, όσα αθλητικά πλαίσια και όση κορεάτικη κουλτούρα κι αν του προσθέσεις, παραμένει βίαιο. Λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο. Ζήτησε οι πινακίδες να έχουν τον αριθμό 2008. Για να θυμάται. Για να βλέπει. Για να μην χάνει στιγμή το στόχο του. Στις 23 Αυγούστου του 2008 κατέκτησε και πάλι το ασημένιο μετάλλιο. Δεν αποδέχτηκε την ήττα απλά – είπαμε, δεν ήθελε να χάνει. Όμως αυτή τη φορά χαμογέλασε στην απονομή. Επέτρεψε στον εαυτό του τη γαλήνη της αποδοχής. Και τέσσερα χρόνια μετά επέτρεψε στον εαυτό του εκείνο που περιέγραφε ως την πιο σπουδαία στιγμή της καριέρας του. Κι ας μην είχε μετάλλιο, ας μην είχε βάθρο.

«Το 2012, στο Λονδίνο, ήμουν σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής που θεωρώ πως ήταν και το highlight της καριέρας μου. Ξεχωρίζω αυτή τη διάκριση και τη βάζω πάνω από τα μετάλλια, τα οποία είναι δύο κομμάτια σίδερο τα οποία τα κερδίζεις εσύ μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Το να σου απονείμει η πολιτεία και η ελληνική ολυμπιακή επιτροπή τον τίτλο του σημαιοφόρου της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας είναι τιμή και η πιο συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή της καριέρας μου».

Η ευθύνη είναι τεράστια και τα δάκρυα δεν σταματάνε να τρέχουν… Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 43 του χρόνια. Να φταίει η ταύτιση με την ηλικία; Να φταίει το πόσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις της πορείας του; Να φταίει ότι ήταν κομμάτι των καλύτερων αθλητικών χρόνων της Ελλάδας – κομμάτι ίσως της καλύτερης ή πιο χαρούμενης Ελλάδας που ζήσαμε όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά; Να φταίει ότι η ειδησεογραφία δε σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι και μαζεύεις, μαζεύεις, ώσπου λυγίζεις και ξεσπάς; Να φταίει το τόσο πρόωρο και τόσο γεμάτο ευγνωμοσύνη αντίο του;

«Είχα την τύχη να με αγαπήσει η πιο υπέροχη γυναίκα του κόσμου, το δώρο μου από το Θεό, όπως είναι και το όνομα της, και να αποκτήσουμε μια πανέμορφη οικογένεια. Έτσι και σε αυτή την ατυχία που με βρήκε, είπα ευχαριστώ, που αν αυτό ήταν γραφτό να έρθει στην οικογένειά μου, δεν βρήκε εκείνη ή τα παιδιά μου. Εγώ έπρεπε να το ανέβω αυτό το βουνό, έχω έπρεπε να σηκώσω αυτό το βάρος. Όχι εκείνοι».

Η σύζυγός του, η Δώρα Τσάμπαζη. «Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης είναι και ένα παιδί, ένα παιδί που τα «θέλω» του είναι τόσο απλά, όσο αυτά ενός παιδιού. Θέλει να τον προσέχουν, να τον περιποιούνται, να τον αγαπούν και να παίζει. Να κάνει προπονήσεις και να παίζει μία ώρα τη μέρα xbox. Αν ο Αλέξανδρος τα έχει όλα αυτά, είναι ευτυχισμένος. Τόσο λίγα, τόσο απλά. Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος για τον Αλέξανδρο, γιατί βλέπει μόνο τη δημόσια εικόνα του που προανέφερα, είναι το πόσο διασκεδαστικός είναι στην παρέα. Έχει τους ίδιους φίλους που είχε από το σχολείο και όταν βρίσκονται κάνουν τις ίδιες ανοησίες μαζί. Από τότε που είμαστε μαζί δεν έχει περάσει μέρα που να μην έχω γελάσει με την καρδιά μου με κάτι που θα κάνει. Είναι άγαρμπος στις κινήσεις του και συχνά κάνει ζημιές, ρίχνει ποτήρια, σπάει πιάτα και είναι πολύ ξεχασιάρης. Ναι, είναι ένα παιδί, απλώς με δύο μέτρα ύψος».

Η ευθύνη είναι τεράστια και τα δάκρυα δεν σταματάνε να τρέχουν… Σε τρεις μέρες θα έκλεινε τα 43 του χρόνια. Να φταίει η ταύτιση με την ηλικία; Να φταίει το πόσο ζωντανές είναι οι αναμνήσεις της πορείας του; Να φταίει ότι ήταν κομμάτι των καλύτερων αθλητικών χρόνων της Ελλάδας – κομμάτι ίσως της καλύτερης ή πιο χαρούμενης Ελλάδας που ζήσαμε όσοι ανήκουμε σε αυτή τη γενιά; Να φταίει ότι η ειδησεογραφία δε σε αφήνει να σηκώσεις κεφάλι και μαζεύεις, μαζεύεις, ώσπου λυγίζεις και ξεσπάς; Να φταίει το τόσο πρόωρο και τόσο γεμάτο ευγνωμοσύνη αντίο του;

«Πετύχατε. Με κρατήσατε στη ζωή περισσότερο από όσο αναλογούσε στον πολύ επιθετικό καρκίνο μου, μου χαρίσατε το χρυσό μετάλλιο της παράτασης της ζωής μου σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, όταν η κόρη μου η Ελεάννα ήταν μόλις 3,5 ετών και δεν θα θυμόταν τίποτα από εμένα, ενώ τώρα στα 5,5 της χρόνια θα με θυμάται έστω σαν μακρινή ανάμνηση και θα μπορεί να διηγηθεί ιστορίες στον μικρό της αδερφό τον Γιώργο, ώστε να με κρατήσουν ζωντανό στην καρδιά τους για πάντα. Φίλοι μου, σε αυτή τη ζωή που είμαστε όλοι περαστικοί, μεγαλύτερη σημασία έχει τι αποτύπωμα θα έχουμε αφήσει, και όχι πώς ή πότε θα φύγουμε».

Αλέξανδρος Νικολαΐδης, 17 Οκτωβρίου 1979 – 14 Οκτωβρίου 2022:

«Είμαι γιος του Γιώργου Νικολαΐδη, ενός πρωταθλητή πολύ μεγάλου για εκείνα τα χρόνια, που από την πρώτη στιγμή που έμαθε πως η γυναίκα του είναι έγκυος ήθελε το παιδί να είναι αγόρι και να τον κάνει αθλητή και πρωταθλητή σαν αυτόν. Όταν, λοιπόν, γεννήθηκα ήταν σαν να έχω έναν προορισμό από τον πατέρα μου. Δέκα χρόνια αργότερα γεννήθηκαν και τα δίδυμα αδέρφια μου, ο Ανέστης και η Μαρία. Η μητέρα μου δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό, αλλά κατέληξε να κρατάει ένα σπίτι με τρεις αθλητές: τον πατέρα μου, τον αδερφό μου και εμένα».

* Τα αποσπάσματα των συνεντεύξεών του είναι από τη συνέντευξη που παραχώρησε το 2016 στο «Oneman».

By